Παιδικός ίλιγγος

Dr. Λάμπρος Ι. Καρελάς MD

  • Ωτορινολαρυγγολόγος - Χειρουργός Κεφαλής και Τραχήλου

  • Ειδικευθείς στην ΩΡΛ Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών

  • Μετεκπαιδευθείς στη Γερμανία HNO Κλινική του Πανεπιστημίου Ερλάνγκεν Νυρεμβέργη.

☎️ Τηλ. 2441029674 Κιν. 6932240365 🌐 lkarelas@yahoo.gr facebook

Όρκος του Ιπποκράτη ΩΡΛ Καρελάς Καρδίτσα

Παιδικός ίλιγγος

Παιδικός ίλιγγος περιληπτικά

Ίλιγγος είναι η ψευδαίσθηση ότι το σώμα του ατόμου ή το περιβάλλον κινούνται ή περιστρέφονται (ή μετακινούνται υπό μορφή ασανσέρ) και, συνήθως, συνοδεύεται από ναυτία, έμετο, τάση για έμετο, διαταραχή της ισορροπίας, βαρηκοΐα ή εμβοές (μονόπλευρες ή αμφοτερόπλευρες).

Αποτελεί σύμπτωμα - και όχι νόσο - και συναντάται σε ένα μεγάλο φάσμα ασθενειών και διαταραχών. Η διαταραχή της ισορροπίας που επέρχεται δυσκολεύει τη βάδιση και την οδήγηση (ποδήλατο), ενώ τα επεισόδια ιλίγγου συνήθως εισβάλλουν αιφνίδια, όταν το άτομο στέκεται όρθιο, κινείται ή κοιμάται, και κάθε μετακίνησή του επιδεινώνει τη συμπτωματολογία. Οι ασθενείς με ίλιγγο συνήθως βελτιώνονται όταν ξαπλώνουν ή στέκονται ακίνητοι, ενώ η διάρκεια των κρίσεων ποικίλλει από λίγα λεπτά έως μερικές ώρες ή ακόμη ημέρες και μήνες (ανάλογα με την αιτιολογία).

Το σύμπτωμα του ιλίγγου είναι ένα πολύ συχνό πρόβλημα που απασχολεί πολλούς ανθρώπους καθημερινά και προβληματίζει ιδιαίτερα τους ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων, κυρίως τους ωτορινολαρυγγολόγους, καθ’ ότι η συχνότερη αιτία του ιλίγγου αφορά τον λαβύρινθο. Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες η διαταραχή ισορροπίας αποτελεί την πιο συχνή αιτία επίσκεψης των ασθενών άνω των 65 ετών στον ιατρό, ενώ το 30% περίπου του γενικού πληθυσμού έως την ηλικία των 65 έχει βιώσει τουλάχιστον ένα επεισόδιο ιλίγγου.

Όσον αφορά τα παιδιά, ο ίλιγγος είναι πιο συχνός από ότι θεωρούνταν παλαιότερα. Παρόλα αυτά, όμως, μόνο ένα μικρό ποσοστό από τους νεαρούς ασθενείς επισκέπτονται τον ιατρό και ο λόγος είναι ο καλοήθης χαρακτήρας του ιλίγγου στην ηλικία αυτή. Εδώ τα περισσότερα επεισόδια αυτοϊώνται και ο αιτιολογικός παράγοντας μπορεί να προσδιοριστεί συχνά. Η διαφορική διάγνωση του ιλίγγου στα παιδιά περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία νοσημάτων και αποτελεί πρόκληση για τον ωτορινολαρυγγολόγο και τον νευρολόγο, που αποτελούν τα πρόσωπα ‘κλειδιά’ για τη σωστή διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση.

Ο ίλιγγος στα παιδιά αποτελεί μια ενδιαφέρουσα κλινική οντότητα, για την οποία ενοχοποιούνται πολλές αιτίες. Το ιστορικό λαμβάνεται πιο συχνά, με αξιοπιστία, από τις πληροφορίες των γονέων και συνήθως παρέχει βασικά στοιχεία για τη σωστή διαγνωστική προσέγγιση. Χρησιμοποιώντας αυτές τις πληροφορίες, ο κλινικός ιατρός μπορεί να ταξινομήσει τον ίλιγγο, σε παροξυσμικό ή σε διαρκή, και να προσδιορίσει τη σχέση του με ενδεχόμενη απώλεια της ακοής, εμβοές, νευροφυτικά συμπτώματα, απώλεια συνείδησης, διαταραχή ισορροπίας του σώματος ή πιθανή νευρολογική σημειολογία. Η διαφορική διάγνωση μπορεί να τεθεί στη συνέχεια και να αποκλεισθούν παθήσεις που προκαλούν τη συγκεκριμένη συμπτωματολογία.

Οι αιτίες του ιλίγγου ποικίλουν, από την ορθοστατική υπόταση (ψευδή ίλιγγο) έως τον εγκεφαλικό όγκο. Γι’ αυτό, μια καλά δομημένη προσέγγιση είναι σημαντική, για την αποφυγή περιττών εξετάσεων και την ορθή διάγνωση. Κοινές μορφές ιλίγγου στα παιδιά αποτελεί η μέση ωτίτιδα, ο καλοήθης παροξυσμικός ίλιγγος, ζάλη που συνδυάζεται με ημικρανία και η αιθουσαία νευρωνίτιδα. Η ορθοστατική υπόταση, που δεν αποτελεί πραγματικό ίλιγγο, είναι ο κυριότερος τύπος ζάλης στα παιδιά. Ανάλογα με την αιτιολογία του, ο ίλιγγος διακρίνεται σε περιφερικό και κεντρικό.

Ένας ωτολόγος εξετάζει κυρίως τις περιφερικές αιτίες, ενώ ο νευρολόγος ασχολείται με τις κεντρικές. Απαραίτητη είναι η στενή συνεργασία και των δυο καθώς και άλλων ιατρικών ειδικοτήτων. Μερικές φορές η συνεργασία με έναν ψυχίατρο ή με έναν οφθαλμίατρο, μπορεί να οδηγήσει στη σωστή διάγνωση.

Θεραπεία αντιμετώπιση

Η διάκριση μεταξύ κεντρικού και περιφερικού ιλίγγου καθορίζει συχνά και την αντίστοιχο θεραπευτική αντιμετώπιση. Σε πολλούς ασθενείς αυτό συχνά είναι εύκολο και επιτυγχάνεται άμεσα στα εξωτερικά ιατρεία. Για παράδειγμα, στον καλοήθη παροξυσμικό ίλιγγο θέσεως έχουμε σαφή βελτίωση με τον κατάλληλο χειρισμό του Epley. Φάρμακα γενικά δεν προτείνονται για την αντιμετώπισή του.

Η οξεία αιθουσαία νευρωνίτιδα ή η λαβυρινθίτιδα, αρχικά, αντιμετωπίζονται με κατασταλτικά του λαβυρίνθου, αντιιικά και στη συνέχεια με κορτικοστεροειδή (ή/και αγγειοδιασταλτικά;).

Στη νόσο του Meniere απαιτείται συνδυασμός δίαιτας χαμηλής σε αλάτι και φαρμάκων.

Οι κρίσεις ημικρανίας, γενικά, βελτιώνονται με διαιτητικές αλλαγές, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και τη χρήση ανταγωνιστών ασβεστίου και βήτα ανταγωνιστών.

Μια μεγάλη ποικιλία φαρμάκων χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του ιλίγγου και των συνοδών εμέτων. Αυτά περιλαμβάνουν συνδυασμό ακετυλοχολίνης, ντοπαμίνης και ανταγωνιστών υποδοχέων ισταμίνης. Προτείνεται η χρήση αντιχολινεργικών και αντιισταμινικών για την αντιμετώπιση του ιλίγγου ή των διαταραχών της ισορροπίας.

Στη νόσοτου Meniere η δίαιτα χαμηλή σε αλάτι και ο συνδυασμός διουρητικών (συνήθως υδροχλωροθειαζίδης και τριαμτερένης) μειώνουν τον ίλιγγο, αλλά είναι λιγότερο αποτελεσματικά για τη θεραπεία της απώλειας ακοής και των εμβοών. Σε περιπτώσεις που ανθίστανται στη συντηρητική αγωγή, απαιτείται η ενδοτυμπανική έγχυση κορτιζόνης ή θειικής γενταμυκίνης (χημική λαβυρινθεκτομή), ή παρακέντηση του κοχλιακού πόρου και του σφαιρικού κυστιδίου, αλλά κάτι τέτοιο είναι σπάνιο στα παιδιά.

Όσον αφορά τις ασκήσεις αποκατάστασης της αιθουσαίας λειτουργίας, αυτές χρησιμοποιούνται συχνά για την αντιμετώπιση του ιλίγγου. Πρόκειται για κινήσεις με τις οποίες ο εγκέφαλος εκπαιδεύεται να χρησιμοποιεί την όραση και τα ιδιοδεκτικά ερεθίσματα, για τη διατήρηση της ισορροπίας και της αίσθησης του χώρου.


✅ Λάμπρος Καρελάς ΩΡΛ Ιατρείο.

➡ Κλείστε ΡΑΝΤΕΒΟΥ ➤ ☎️ 2441029674 & 6932240365

➡ Επισκεφτείτε τη σελίδα μας ➤

🌐 www.otorino.gr


Ίλιγγος στα παιδιά (παιδιατρικός ίλιγγος)

Ο ίλιγγος μπορεί να είναι συχνότερος στους ενήλικες και μάλιστα να αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα στις προχωρημένες ηλικίες, αλλά τον βρίσκουμε και στα παιδιά. Είναι μάλιστα αρκετά συχνό πρόβλημα, σε βαθμό που να υπάρχουν εργαστήρια ιλίγγου μόνο για παιδιά σε κάποιες μεγάλες νοσοκομειακές μονάδες, ιδίως στο εξωτερικό.

Αυτό οφείλεται στις ιδιαιτερότητες που εμφανίζει ο ίλιγγος στην παιδική ηλικία τόσο στα αίτια όσο και στα συμπτώματά του. Πρώτα απ’ όλα, τα παιδιά μέχρι κάποια ηλικία δεν έχουν την ικανότητα να πουν και να εξηγήσουν τα συμπτώματά τους όπως οι ενήλικες, οπότε πολλοί παιδιατρικοί ίλιγγοι περνούν απαρατήρητοι. Έτσι, όταν ένα παιδί που έχει μάθει να περπατά ξαφνικά περιορίζει τις κινήσεις του, αυτό μπορεί να αποτέλεσμα ιλίγγου ή αστάθειας που δε μπορεί να εκφράσει. Το ίδιο και όταν ένα παιδί κάνει εμετό, πέρα από μια γαστρεντερίτιδα ή μηνιγγίτιδα πρέπει να σκεφτούμε και την πιθανότητα να έχει πάθει κάποια βλάβη στο λαβύρινθο.

Συμπτώματα του ιλίγγου

Αν το παιδί είναι κάπως μεγάλο και μπορεί να εξηγήσει τα συμπτώματά του τότε τα πράγματα είναι κάπως εύκολα διότι με κάποιες ερωτήσεις μπορεί ο γιατρός να καταλάβει αν πράγματι έχει πρόβλημα ισορροπίας. Σε μικρότερες ηλικίες, όμως, αυτό δεν είναι εύκολο και στην περίπτωση αυτή η διάγνωση στηρίζεται στα συμπτώματα. Τα βασικά συμπτώματα είναι πρώτα απ’ όλα η αστάθεια, δηλαδή η τάση να πέσει προς τη μια πλευρά όταν στέκεται ή όταν βαδίζει. Επίσης, η αστάθεια αυτή γίνεται ακόμα πιο έντονη όταν το παιδί βαδίσει σε μαλακό υπόστρωμα, δηλαδή πάνω σε κρεβάτι ή σε μαξιλάρια. Πολύ συχνό σύμπτωμα στον παιδιατρικό ίλιγγο είναι επίσης ο εμετός, και ο πόνος στην κοιλιά. Μπορεί επίσης να διαπιστώσουν οι γονείς ότι το παιδί δε βλέπει καθαρά ή δεν ακούει καλά. Όλα αυτά μπορούν να προσανατολίσουν προς το διάγνωση του παιδιατρικού ιλίγγου.

Τα αίτια του παιδιατρικού ιλίγγου και η θεραπεία τους

Ο παιδιατρικός ίλιγγος έχει αίτια που είναι συχνά πολύ διαφορετικά από αυτά των ενηλίκων, γι’ αυτό και η αντιμετώπισή του συχνά απαιτεί ειδική προσέγγιση.

Η πιο συχνή αιτία του παιδιατρικού ιλίγγου είναι το ημικρανικό ισοδύναμο και είναι υπεύθυνο για το 25% των περιπτώσεων. Η ημικρανία που είναι πολύ συχνό πρόβλημα της παιδικής ηλικίας συχνά συνοδεύεται από ίλιγγο. Σε κάποιες περιπτώσεις ο ίλιγγος που συνοδεύει την ημικρανία μπορεί να εμφανιστεί και χωρίς πόνο στο κεφάλι. Αυτό ονομάζεται ημικρανικό ισοδύναμο.

Συνήθως το παιδί έχει γνωστό ατομικό και κληρονομικό ιστορικό ημικρανιών που διαρκούν από 15 λεπτά ως και μερικές ώρες και συνοδεύονται η εναλλάσσονται με ίλιγγο, υπάρχει ναυτία, εμετός ή φωτοφοβία. Το παιδί χαρακτηριστικά υποβάλλεται σε επανειλημμένες εξετάσεις από παιδοψυχολόγους και ΩΡΛ και η εξέταση είναι πάντα αρνητική. Επίσης, τα οποιαδήποτε οφθαλμολογικά προβλήματα, που συχνά είναι άγνωστα λόγω της μικρής ηλικίας του παιδιού, αποτελούν ερέθισμα για την εμφάνιση των κρίσεων. Έτσι, η διάγνωση στηρίζεται κατά βάση στο κληρονομικό ιστορικό και στην παρακολούθηση του παιδιού. Στα πλαίσια του ελέγχου πρέπει να αποκλειστεί ένα σχετικά σπάνιο σύνδρομο που κληρονομείται, και λέγεται επεισοδιακή οικογενής αταξία τύπου ΙΙ. Η θεραπεία είναι φαρμακευτική.

Η δεύτερη κατά σειρά συχνότητας αιτία παιδιατρικού ιλίγγου είναι ο ιδιοπαθής καλοήθης παροξυσμικός ίλιγγος της παιδικής ηλικίας. Πρόκειται για μια άγνωστης αιτιολογίας πάθηση της παιδικής ηλικίας που έχει πολύ χαρακτηριστικά συμπτώματα και στα οποία και μόνο στηρίζεται η διάγνωση. Τα συμπτώματα αυτά είναι ίλιγγος μικρής διάρκειας κάτω των 10 λεπτών που γίνεται καλά ανεκτός από το παιδί κι όταν σταματήσει δεν αφήνει πρόβλημα, όπως αστάθεια η εμετό. Η νευροωτολογική εξέταση είναι κατά κανόνα αρνητική, ενώ μπορεί να βρεθεί σε κάποιες περιπτώσεις αυτόματος νυσταγμός (ταχείες κινήσεις των ματιών που βλέπει ο εξεταστής και αντανακλούν το πρόβλημα στο σύστημα της ισορροπίας), ιδίως σε παιδιά 2-3 ετών. Σε παιδιά ηλικίας 4-5 ετών ή και παραπάνω πρέπει να γίνεται ενδελεχής οφθαλμολογικός έλεγχος γιατί σε αυτήν την ομάδα παιδιών ανευρίσκονται προβλήματα στα μάτια. Οι κρίσεις ιλίγγου έρχονται με μια απρόβλεπτη συχνότητα και συνήθως περνούν από μόνες τους μετά από 6-12 μήνες. Δεν έχει απαντηθεί ακόμα το ερώτημα αν οι κρίσεις αυτές επανέρχονται στην ενήλικη ζωή.

Παρότι μικρής σημασίας στους ενήλικες, τα οφθαλμολογικά προβλήματα είναι υπεύθυνα από μόνα τους για το 15-20% των επεισοδίων παιδιατρικού ιλίγγου. Τα πιο συχνά είναι η μυωπία, η υπερμετρωπία και ο αστιγματισμός και μπορούν να οδηγήσουν σε κρίση ιλίγγου, ναυτία, εμετό. Χαρακτηριστικά παρατηρούνται κατά το τέλος της ημέρας, μετά από ανάγνωση, παρακολούθηση τηλεόρασης ή χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Πιο συχνά τη μορφή αυτή ιλίγγου τη βρίσκουμε σε παιδιά ηλικίας 4-5 ετών που κάθονται πολλές ώρες μπροστά σε οθόνη. Αρκεί, ωστόσο, η διόρθωση του οφθαλμολογικού προβλήματος με γυαλιά για να λυθεί το πρόβλημα.

Οι βλάβες του λαβυρίνθου είναι σχετικά σπάνιες στα παιδιά. Η πιο συχνή είναι η αιθουσαία νευρωνίτιδα που στην ουσία είναι μια απώλεια της λειτουργίας τους ενός από τους δύο λαβυρίνθους, συνήθως μετά από κάποια ίωση του αναπνευστικού ή του γαστρεντερικού. Η κατάσταση αυτή προκαλεί πολύ έντονο ίλιγγο με εμετό και κρύο ιδρώτα. Τα συμπτώματα διαρκούν από 2 μέρες ως και 2 εβδομάδες και τη διάγνωση την κάνει ο ΩΡΛ.

Όταν εκτός από βλάβη του λαβυρίνθου έχουμε και καταστροφή στον κοχλία του αυτιού τότε η κατάσταση λέγεται οξεία λαβυρινθίτιδα και υπάρχει και απώλεια της ακοής εκτός από τον έντονο ίλιγγο. Βέβαια, η αιθουσαία νευρωνίτιδα λόγω κινητοποίησης των υπόλοιπων οργάνων της ισορροπίας και αντιρρόπησης θα αντιμετωπιστεί πλήρως εντός εβδομάδων. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και με τις πυώδεις λαβυρινθίτιδες που συνήθως αφήνουν μόνιμη κώφωση.

Tα αίτια που αναφέρθηκαν πιο πάνω είναι τα συχνότερα . Υπάρχουν και πολλές άλλες σπάνιες αιτίες παιδιατρικού ιλίγγου. Για παράδειγμα όταν υπάρχει κάποια δυσπλασία του έσω ωτός (του κοχλία δηλαδή και του λαβυρίνθου) είναι δυνατό με έναν ασήμαντο τραυματισμό στο κεφάλι να ξεκινήσουν κρίσεις ιλίγγου. Βέβαια, αυτό το βρίσκουμε μόνο στο 2% των ιλίγγων σε παιδιά. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην προεφηβική ηλικία μπορεί να παρατηρηθούν κάποια επεισόδια ορθοστατικής υπότασης που να φέρουν ζάλη. Εκεί ο ίλιγγος χαρακτηριστικά εκδηλώνεται σε απότομο σήκωμα από το κρεβάτι και σε πολύωρη ορθοστασία και όταν μετράμε πίεση στο παιδί ξαπλωμένο και μετά αμέσως όρθιο υπάρχει μια πτώση τουλάχιστον 20 mmHg. Τέλος άλλα αίτια όπως όγκοι είναι ακόμα πιο σπάνια και ακόμα κι αν φοβίζουν τους γονείς στην πράξη δεν ανευρίσκονται παρά σε πολύ μικρό αριθμό περιστατικών.

Ταξινόμηση αιτιών ιλίγγου στα παιδιά

Περιφερικές αιτίες

1. Μέση ωτίτιδα

2. Χρόνια μέση χολοστεωματώδης ωτίτιδα, με συνοδό συρίγγιο στον έξω οριζόντιο ημικύκλιο σωλήνα

3. Αιθουσαία νευρωνίτιδα

4. Ωτικός έρπης ζωστήρ

5. Νόσος ή σύνδρομο του Meniere (ενδολεμφικός ύδρωπας)

6. Τραυματισμοί του λιθοειδούς οστού

7. Οξεία απώλεια της ακοής

8. Τοξικές λαβυρινθίτιδες (φαρμακευτικές δηλητηριάσεις από ωτοτοξικά φάρμακα, π.χ. αμινογλυκοσίδες)

9. Καλοήθης παροξυσμικός ίλιγγος (ίλιγγος θέσεως)

10. Λαβυρινθίτιδα

11. Ακουστικό νευρίνωμα

Κεντρικές αιτίες

1. Ζάλη συνδεόμενη με ημικρανία

2. Κρανιο-αυχενικοί τραυματισμοί

3. Επιληψία (petit ή grand mal)

4. Λοιμώξεις (ΚΝΣ)

5. Απομυελινωτική νόσος - Σκλήρυνση κατά πλάκας

6. Χωροκατακτητικές επεξεργασίες του εγκεφάλου (οπίσθιου εγκεφαλικού βόθρου)

Άλλες αιτίες

1. Ψυχιατρικές παθήσεις - Ίλιγγος και ψυχισμός

2. Οικογενής αταξία

3. Ψευδής ίλιγγος: ορθοστατική υπόταση, υπογλυκαιμία, λιποθυμική κρίση, αύρα κροταφικής επιληψίας

4. Άγνωστης αιτιολογίας

Χρειάζονται κάποιες ειδικές εξετάσεις στον ίλιγγο;

Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται στην προσέγγιση του παιδιατρικού ιλίγγου είναι ένα καλό ιστορικό και μια πλήρης εξέταση. Αυτά είναι που θα καθορίσουν τις επιπλέον εξετάσεις που θα γίνουν. Πέρα από τις συνήθεις εργαστηριακές εξετάσεις αίματος που ζητά ο παιδίατρος, το κύριο βάρος της διερεύνησης πέφτει στον ΩΡΛ.

Το σύστημα της ισορροπίας για να διερευνηθεί συνήθως χρειάζεται κάποιες ειδικές εξετάσεις όπως ακοόγραμμα (άνω των 4 ετών), τυμπανόγραμμα, βιντεονυσταγμογραφία, ακουστικά προκλητά δυναμικά του εγκεφαλικού στελέχους και προκλητά μυογενή δυναμικά που είναι όλες εξετάσεις ανώδυνες και καλά ανεκτές.

Σε κάποιες εξετάσεις όταν τα παιδιά είναι μικρά μπορεί να χρειαστεί λίγο καταστολή με σιρόπι χλωράλης, κάτι πολύ απλό που γίνεται στο εξωτερικό ιατρείο. Οι παιδονευρολόγοι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί εκτελέσουν εγκεφαλογράφημα, ενώ μπορεί να χρειαστεί και μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου.

Γενικά, αυτό που πρέπει να συγκρατήσουν οι γονείς είναι ότι πρώτα απ’ όλα, υπάρχει παιδιατρικός ίλιγγος και όσο κι αν τα συμπτώματά του είναι μερικές φορές εντυπωσιακά και προκαλούν άγχος, συνήθως δεν πρόκειται για εξαιρετικά σοβαρά προβλήματα που θα αφήσουν μελλοντικά μειονεκτήματα στη ζωή του παιδιού τους.

Ίλιγγος στα παιδιά διάγνωση θεραπεία

Περίληψη

Ο ίλιγγος στα παιδιά αποτελεί μια ενδιαφέρουσα κλινική οντότητα, για την οποία ενοχοποιούνται πολλές αιτίες. Το ιστορικό λαμβάνεται πιο συχνά, με αξιοπιστία, από τις πληροφορίες των γονέων και συνήθως παρέχει βασικά στοιχεία για τη σωστή διαγνωστική προσέγγιση. Χρησιμοποιώντας αυτές τις πληροφορίες, ο κλινικός ιατρός μπορεί να ταξινομήσει τον ίλιγγο, σε παροξυσμικό ή σε διαρκή, και να προσδιορίσει τη σχέση του με ενδεχόμενη απώλεια της ακοής, εμβοές, νευροφυτικά συμπτώματα, απώλεια συνείδησης, διαταραχή ισορροπίας του σώματος ή πιθανή νευρολογική σημειολογία. Η διαφορική διάγνωση μπορεί να τεθεί στη συνέχεια και να αποκλεισθούν παθήσεις που προκαλούν τη συγκεκριμένη συμπτωματολογία. Οι αιτίες του ιλίγγου ποικίλουν, από την ορθοστατική υπόταση (ψευδή ίλιγγο) έως τον εγκεφαλικό όγκο. Γι’ αυτό, μια καλά δομημένη προσέγγιση είναι σημαντική, για την αποφυγή περιττών εξετάσεων και την ορθή διάγνωση. Κοινές μορφές ιλίγγου στα παιδιά αποτελεί η μέση ωτίτιδα, ο καλοήθης παροξυσμικός ίλιγγος, ζάλη που συνδυάζεται με ημικρανία και η αιθουσαία νευρωνίτιδα. Η ορθοστατική υπόταση, που δεν αποτελεί πραγματικό ίλιγγο, είναι ο κυριότερος τύπος ζάλης στα παιδιά. Ανάλογα με την αιτιολογία του, ο ίλιγγος διακρίνεται σε περιφερικό και κεντρικό. Ένας ωτολόγος εξετάζει κυρίως τις περιφερικές αιτίες, ενώ ο νευρολόγος ασχολείται με τις κεντρικές. Απαραίτητη είναι η στενή συνεργασία και των δυο καθώς και άλλων ιατρικών ειδικοτήτων. Μερικές φορές η συνεργασία με έναν ψυχίατρο ή με έναν οφθαλμίατρο, μπορεί να οδηγήσει στη σωστή διάγνωση.

Εισαγωγή

Ίλιγγος είναι η ψευδαίσθηση ότι το σώμα του ατόμου ή το περιβάλλον κινούνται ή περιστρέφονται (ή μετακινού-

νται υπό μορφή ασανσέρ) και, συνήθως, συνοδεύεται από

ναυτία, έμετο, τάση για έμετο, διαταραχή της ισορροπίας,

βαρηκοΐα ή εμβοές (μονόπλευρες ή αμφοτερόπλευρες).

Αποτελεί σύμπτωμα - και όχι νόσο - και συναντάται σε ένα

μεγάλο φάσμα ασθενειών και διαταραχών. Η διαταραχή

της ισορροπίας που επέρχεται δυσκολεύει τη βάδιση και

την οδήγηση (ποδήλατο), ενώ τα επεισόδια ιλίγγου συνή-

θως εισβάλλουν αιφνίδια, όταν το άτομο στέκεται όρθιο,

κινείται ή κοιμάται, και κάθε μετακίνησή του επιδεινώνει

τη συμπτωματολογία. Οι ασθενείς με ίλιγγο συνήθως βελ-

τιώνονται όταν ξαπλώνουν ή στέκονται ακίνητοι, ενώ η δι-

άρκεια των κρίσεων ποικίλλει από λίγα λεπτά έως μερικές

ώρες ή ακόμη ημέρες και μήνες (ανάλογα με την αιτιολο-

γία). Το σύμπτωμα του ιλίγγου είναι ένα πολύ συχνό πρό-

βλημα που απασχολεί πολλούς ανθρώπους καθημερινά και

προβληματίζει ιδιαίτερα τους ιατρούς διαφόρων ειδικοτή-

των, κυρίως τους ωτορινολαρυγγολόγους, καθ’ ότι η συ-

χνότερη αιτία του ιλίγγου αφορά τον λαβύρινθο. Σύμφω-

να με διεθνείς μελέτες η διαταραχή ισορροπίας αποτελεί

την πιο συχνή αιτία επίσκεψης των ασθενών άνω των 65

ετών στον ιατρό, ενώ το 30% περίπου του γενικού πληθυ-

σμού έως την ηλικία των 65 έχει βιώσει τουλάχιστον ένα

επεισόδιο ιλίγγου22.

Όσον αφορά τα παιδιά, ο ίλιγγος είναι πιο συχνός από

ότι θεωρούνταν παλαιότερα. Παρόλα αυτά, όμως, μόνο

ένα μικρό ποσοστό από τους νεαρούς ασθενείς επισκέπτο-

νται τον ιατρό και ο λόγος είναι ο καλοήθης χαρακτήρας

του ιλίγγου στην ηλικία αυτή. Εδώ τα περισσότερα επεισό-

δια αυτοϊώνται και ο αιτιολογικός παράγοντας μπορεί να

προσδιοριστεί συχνά. Η διαφορική διάγνωση του ιλίγγου

στα παιδιά περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία νοσημάτων και

αποτελεί πρόκληση για τον ωτορινολαρυγγολόγο και τον

νευρολόγο, που αποτελούν τα πρόσωπα ‘κλειδιά’ για τη

σωστή διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση16.


Αιτίες και παθογένεια


Ο ίλιγγος μπορεί να προκληθεί από πολλές αιτίες που επη-

ρεάζουν το λαβύρινθο και διαταράσσουν την ικανότητα

του σώματος να διατηρεί την ισορροπία του και τη σωστή

θέση στο χώρο. Μπορεί ακόμη να οφείλεται σε παράγο-

ντες που προσβάλλουν το ακουστικό νεύρο, με το οποίο

το έσω ους συνδέεται με τον εγκέφαλο, ή επίσης σε δια-

ταραχές μεταβίβασης του ερεθίσματος από τον εγκέφαλο

στην παρεγκεφαλίδα, η οποία συμμετέχει στη διατήρηση

ισορροπίας του σώματος. Πιο συχνά ο ίλιγγος εμφανίζε-

ται σε άτομα όπου το έσω ους είναι ευαίσθητο σε ειδικές

κινήσεις, όπως ταλαντώσεις ή απότομο σταμάτημα και ξε-

κίνημα. Θα πρέπει να διακρίνεται από άλλες περιπτώσεις

ζάλης, όπως τις απλές διαταραχές της ισορροπίας και τα

συγκοπτικά επεισόδια. Ο ίλιγγος συνήθως προκαλείται από

οξείες μονόπλευρες παθήσεις του αιθουσαίου συστήμα-

τος, οι οποίες μπορεί να είναι περιφερικές (λαβύρινθος ή

αιθουσαίο νεύρο) ή κεντρικές (εγκέφαλος ή παρεγκεφα-

λίδα). Οι νεοπλασίες (π.χ. ακουστικό νευρίνωμα) προκα-

λούν προοδευτική μονόπλευρη λαβυρινθική βλάβη, ενώ τα

ωτοτοξικά φάρμακα αμφοτερόπλευρη. Καταστάσεις που

ερεθίζουν ισότιμα και προοδευτικά και τα δύο αιθουσαία

συστήματα, συνήθως, δεν προκαλούν ίλιγγο19.

Για τη διερεύνηση του ιλίγγου στα παιδιά απαιτείται η

λήψη προσεκτικού αναμνηστικού ιστορικού, πλήρης κλι-

νική ωτορινολαρυγγολογική εξέταση, εκτίμηση των κλινι-

κών ευρημάτων και αξιολόγηση των κατάλληλων διαγνω-

στικών tests. Ο ίλιγγος μπορεί να προκληθεί από πολλές

αιτίες και, σύμφωνα με διάφορες μελέτες, οι περιφερικές

συνήθως είναι πιο συχνές συγκριτικά με τις κεντρικές αι-

τίες. Η οξεία μέση ωτίτιδα με υγρό στο μέσο ους, αποτε-

λεί την πιο συχνή αιτία ιλίγγου στα παιδιά. Επίσης η χρό-

νια μέση χολοστεωματώδης ωτίτιδα, με συνοδό συρίγγιο

στον έξω οριζόντιο ημικύκλιο σωλήνα, μπορεί να προκαλέ-

σει ίλιγγο. Σε παιδιά με φυσιολογική τυμπανική μεμβράνη,

ο ίλιγγος οφείλεται πιο συχνά σε ημικρανία, σε αιθουσαία

νευρωνίτιδα και σε καλοήθη παροξυσμικό ίλιγγο θέσεως

(BPVC). Η νόσος του Meniere σπάνια απαντάται στον παι-

δικό πληθυσμό και, σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, αναφέ-

ρονται ελάχιστες περιπτώσεις ιλίγγου διάρκειας ωρών, με

συνοδές μονόπλευρες εμβοές και νευροαισθητήριο βαρη-

κοΐα. Αρκετές είναι επίσης και οι περιπτώσεις όπου η αιτία

του ιλίγγου είναι αδύνατο να προσδιοριστεί8. Είναι φανερό

ότι τα ευρήματα αυτά διαφέρουν από τα αντίστοιχα των

ενηλίκων23. Όσον αφορά τις κεντρικές αιτίες του ιλίγγου,

αυτές παρατηρούνται συνήθως στους ηλικιωμένους διότι

πρόκειται για αγγειακές διαταραχές. Στα παιδιά οι πιο συ-

χνές αιτίες που ενοχοποιούνται είναι οι ημικρανίες, ο με-

τατραυματικός ίλιγγος (διάσειση της παρεγκεφαλίδας) και

οι νεοπλασίες της παρεγκεφαλίδας.


Διάγνωση και Διαφορική διάγνωση


Η διάγνωση του ιλίγγου συνήθως δεν είναι εύκολη στα

παιδιά. Αυτό συμβαίνει γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις

δεν αναφέρουν τα συμπτώματά τους λεπτομερώς και έτσι

οι κλινικοί ιατροί δεν μπορούν να πάρουν επαρκές ιστορι-

κό και να μελετήσουν τα αντικειμενικά ευρήματα. Επιπλέ-

ον, υπάρχουν πολλές αιτίες που μπορούν να προκαλέσουν

συμπτώματα ιλίγγου στα παιδιά: τραυματικές, φλεγμονώ-

δεις καταστάσεις, παθήσεις του ΚΝΣ, καθώς και μια μεγάλη

ποικιλία ωτορινολαρυγγολογικών παθήσεων, που συνήθως

είναι καλοήθεις, όπως η ημικρανία, ο καλοήθης παροξυ-

σμικός ίλιγγος και οι ψυχοσωματικές διαταραχές26.

Η οξεία μέση ωτίτιδα αποτελεί την πιο συχνή αιτία που

συνοδεύεται με διαταραχές ισορροπίας αιθουσαίας αιτι-

ολογίας στα παιδιά3. Οι παθήσεις αυτές είναι πολύ γνω-

στές στους ωτορινολαρυγγολόγους και μπορούν να δια-

γνωστούν εύκολα με την κλινική εξέταση (ωτοσκόπηση

- αναζήτηση νυσταγμού) και τον λεπτομερή ακουολογικό

έλεγχο. Η διαφορική διάγνωση του ιλίγγου στα παιδιά με

φυσιολογική τυμπανική μεμβράνη αποτελεί το κυριότερο

πρόβλημα. Έτσι, για τη σωστή διάγνωση του ιλίγγου στα

παιδιά, απαιτείται προσεκτική κλινική ωτορινολαρυγγο-

λογική εξέταση, με ιδιαίτερη έμφαση στην ωτομικροσκό-

πηση, αναζήτηση αυτόματου αιθουσαίου νυσταγμού κά-

τω από τα γυαλιά του Frenzel και νευρολογική εκτίμηση.

Πρέπει να δίδεται έμφαση στο ιστορικό, τον πλήρη ακου-

ολογικό έλεγχο (ακουόγραμμα, τυμπανόγραμμα, λήψη και

καταγραφή του ουδού έκλυσης των ακουστικών αντανα-

κλαστικών, ΒΕRΑ) και τον έλεγχο λειτουργίας του οπισθίου

λαβυρίνθου (θερμό - ψυχρό διακλυσμό, video-νυσταγμο-

γραφία). Επίσης, αξιολογούνται οι δοκιμασίες εκτίμησης

της αιθουσαίας λειτουργίας, το ηλεκτροεγκεφαλογράφη-

μα, οι παρακλινικές απεικονιστικές εξετάσεις (MRI και CT)

και ο αιματολογικός έλεγχος. Η λήψη ιστορικού έχει τη με-

γαλύτερη σημασία, όχι μόνο σε σχέση με τα διάφορα συ-

μπτώματα και τις κλινικές παρατηρήσεις, αλλά κυρίως σε

σχέση με την πρόοδο των συμπτωμάτων και την εξέλιξη

ή τη μείωσή τους, με την πάροδο του χρόνου. Το ερωτη-

ματολόγιο είναι πολύ χρήσιμο για τη διάγνωση του ιλίγ-

γου στα παιδιά, γιατί αυτά δεν μπορούν να περιγράψουν

τα συμπτώματά τους λεπτομερώς4. Η διάρκεια των επει-

σοδίων και η ύπαρξη, ή μη, απώλειας συνείδησης βοηθά-

νε πολύ στη διάκριση ανάμεσα στις κεντρικές και τις περι-

φερικού τύπου βλάβες. Επίσης, ο ίλιγγος που οφείλεται σε

ανεπάρκεια της σπονδυλοβασικής αρτηρίας διαρκεί λίγα

λεπτά, ενώ στις λαβυρινθικές παθήσεις συνήθως παρατη-

ρείται επίμονος ίλιγγος που διαρκεί ώρες17.

Ίλιγγος, ζάλη ή διαταραχή ισορροπίας (αστάθεια) στον

γενικό πληθυσμό συνήθως δεν θεωρούνται επακόλουθα

οφθαλμολογικών διαταραχών. Στα παιδιά τα συμπτώμα-

τα αυτά είναι πιθανό να οφείλονται σε βλάβες του οπτι-

κού συστήματος1. Η όραση, ως γνωστό, δεν είναι πλήρως

αναπτυγμένη κατά τη γέννηση και συνεχίζει να αναπτύσ-

σεται κατά τη νηπιακή ηλικία. Κατά τη διάρκεια της πε-

ριόδου αυτής μπορεί να εμφανιστούν ποικίλες διαταρα-

χές, που προκαλούν συμπτώματα (ανεπάρκεια συζυγών

οφθαλμικών κινήσεων, διαλείπων στραβισμός κατά τη δι-

όφθαλμη όραση και ανισομετρωπία). Αποτυχία της διό-

φθαλμης όρασης ή της διαδικασίας σύγκλεισης, μπορεί να

ευθύνεται για ανεπαρκή σταθεροποίηση του βλέμματος

κατά τη διάρκεια των κινήσεων και διπλή ή θολή όραση

κατά τη στάση, έχοντας ως αποτέλεσμα της αίσθηση της

ζάλης και διαταραχή της ισορροπίας13. Έτσι, παιδιά που

παραπονιούνται για ίλιγγο ή ζάλη, με φυσιολογική νευρο-

λογική εκτίμηση και αιθουσαία λειτουργία, θα πρέπει να

υποβάλλονται σε λεπτομερή οφθαλμολογική εξέταση πριν

οποιαδήποτε επιπρόσθετη δαπανηρή διερεύνηση: αυτό θα

οδηγήσει σε καλύτερο έλεγχο του πληθυσμού και στη κα-

τάλληλη αντιμετώπιση των διαταραχών όρασης στα παι-

διά, αποτρέποντας την ανάγκη (επιβάρυνση) για απεικόνι-

ση με μαγνητική τομογραφία20. Η διάκριση του νυσταγμού

σε κεντρικής και περιφερικής αιτιολογίας επιβάλλεται, επί-

σης, κατά την κλινική εξέταση: η παρουσία αυτόματου

νυσταγμού με προσήλωση υποδηλώνει πιθανή κεντρική

προέλευση, ενώ η παρουσία νυσταγμού χωρίς προσήλω-

ση περιφερική προέλευση. Ο νυσταγμός θέσεως παρατη-22

ρείται σε διαταραχές κεντρικού τύπου, εάν δεν είναι λαν-

θάνων, και εμφανίζεται μόνο όταν η κεφαλή λάβει κάποια

ειδική θέση, ενώ οι διαταραχές περιφερικού αιθουσαίου

τύπου συνήθως προκαλούν μεικτό οριζόντιο-κυκλικό ή κά-

θετο-κυκλικό νυσταγμό. Ένας αμιγώς κάθετος ή κυκλικός

νυσταγμός οφείλεται πάντα σε κεντρικού τύπου βλάβες16.

Επίσης, η παρουσία συνοδών συμπτωμάτων συχνά υπο-

δηλώνει την προέλευση του ιλίγγου: στον ίλιγγο περιφερι-

κής αιτιολογίας συνυπάρχει ναυτία, τάση προς έμετο, δια-

ταραχές ακοής. Συνήθως η έναρξή του είναι αιφνίδια, ενώ

στον κεντρικού τύπου τα συμπτώματα έχουν προοδευτικό

χαρακτήρα και, συνήθως, δεν συνοδεύονται από εκδηλώ-

σεις από το αυτόνομο νευρικό σύστημα15.

Με την ηλεκτρονυσταγμογραφία (ENG) είναι δυνατό να

καταγράψουμε και να μελετήσουμε το νυσταγμό είτε είναι

αυτόματος, είτε προκλητός. Ο αυτόματος μπορεί να παρα-

τηρηθεί στις διάφορες θέσεις του βλέμματος, με ανοιχτούς

τους οφθαλμούς, περιορίζοντας την προσήλωση στο σκο-

τάδι ή με κλειστά μάτια. Ο προκλητός νυσταγμός εμφανίζε-

ται μετά από θερμικό ερεθισμό του οπισθίου λαβυρίνθου,

ή δια περιστροφής, ή εξετάζεται κατά την παρακολούθηση

φωτεινού στόχου21. Σύμφωνα με μερικούς ερευνητές στον

ίλιγγο κεντρικού τύπου, το ENG δείχνει τυπική ασυμμετρία

στην οπτικοκινητική μορφή. Η ασυμμετρία αυτή εκδηλώ-

νεται με ένα χαμηλό εύρος και μια σημαντική μείωση της

ταχύτητας της βραδείας φάσης του νυσταγμού14. Περιφε-

ρικές αιθουσαίες διαταραχές οδηγούν συχνά σε λαβυριν-

θική υπαισθησία ή αναισθησία ή, κάποιες φορές, σε αι-

θουσαία υπεραντίδραση. Η οπτικοκινητική ανταπόκριση

συχνά είναι φυσιολογική.


Θεραπεία αντιμετώπιση


Η βασική ενημέρωση για τη λειτουργία του αιθουσαί-

ου συστήματος επιτρέπει στον ασθενή να διακρίνει τα

συμπτώματα που προκαλούνται από τη μετακίνηση σε

σχέση με το περιβάλλον, από την αρχή μιας αιφνίδιας ει-

σβολής ιλίγγου καθιστώντας τον πιο κατανοητό και προ-

βλέψιμο. Μια λογική φυσική εξήγηση για τα συμπτώμα-

τά τους, ανακουφίζει τις ανησυχίες των ασθενών σχετικά

με την υποκείμενη νόσο (πιο συχνά το φόβο ενός ενδε-

χομένου όγκου στον εγκέφαλο) και καθησυχάζει το φόβο

τους ότι αυτά μπορούν να ερμηνευτούν ως μια ενδεχόμε-

νη συναισθηματική αδυναμία. Η τελική διάγνωση δίνει τέ-

λος στην ενδεχομένως λανθασμένη αναζήτηση των ατελει-

ών της προσωπικότητας ή του τρόπου ζωής του ατόμου,

όσον αφορά την εξήγηση των συμπτωμάτων του. Έτσι,

μόλις αποκλειστούν οι προφανείς και κακοήθεις αιτίες των

συμπτωμάτων, οι ασθενείς συνήθως εφησυχάζουν και εν-

θαρρύνονται να ζουν και να αντιμετωπίζουν το ενδεχομέ-

νως επίμονο πρόβλημα του ιλίγγου11.

Η διάκριση μεταξύ κεντρικού και περιφερικού ιλίγγου

καθορίζει συχνά και την αντίστοιχο θεραπευτική αντιμε-

τώπιση. Σε πολλούς ασθενείς αυτό συχνά είναι εύκολο και

επιτυγχάνεται άμεσα στα εξωτερικά ιατρεία. Για παράδειγ-

μα, στον καλοήθη παροξυσμικό ίλιγγο θέσεως έχουμε σα-

φή βελτίωση με τον κατάλληλο χειρισμό του Epley. Φάρ-

μακα γενικά δεν προτείνονται για την αντιμετώπισή του.

Η οξεία αιθουσαία νευρωνίτιδα ή η λαβυρινθίτιδα, αρχι-

κά, αντιμετωπίζονται με κατασταλτικά του λαβυρίνθου και

στη συνέχεια με κορτικοστεροειδή (ή/και αγγειοδιασταλ-

τικά;). Στη νόσο του Meniere απαιτείται συνδυασμός δίαι-

τας χαμηλής σε αλάτι και φαρμάκων. Οι κρίσεις ημικρανί-

ας, γενικά, βελτιώνονται με διαιτητικές αλλαγές, τρικυκλικά

αντικαταθλιπτικά και τη χρήση ανταγωνιστών ασβεστίου

και βήτα ανταγωνιστών.

Μια μεγάλη ποικιλία φαρμάκων χρησιμοποιούνται για τη

θεραπεία του ιλίγγου και των συνοδών εμέτων. Αυτά πε-

ριλαμβάνουν συνδυασμό ακετυλοχολίνης, ντοπαμίνης και

ανταγωνιστών υποδοχέων ισταμίνης. Προτείνεται η χρήση

αντιχολινεργικών και αντιισταμινικών για την αντιμετώπιση

του ιλίγγου ή των διαταραχών της ισορροπίας18. Στη νόσο

του Meniere η δίαιτα χαμηλή σε αλάτι και ο συνδυασμός

διουρητικών (συνήθως υδροχλωροθειαζίδης και τριαμτε-

ρένης) μειώνουν τον ίλιγγο, αλλά είναι λιγότερο αποτελε-

σματικά για τη θεραπεία της απώλειας ακοής και των εμ-

βοών25. Σε περιπτώσεις που ανθίστανται στη συντηρητική

αγωγή, απαιτείται η ενδοτυμπανική έγχυση θειικής γεντα-

μυκίνης ή κορτιζόνης (χημική λαβυρινθεκτομή), ή παρα-

κέντηση του κοχλιακού πόρου και του σφαιρικού κυστιδί-

ου, αλλά κάτι τέτοιο είναι σπάνιο στα παιδιά. Όσον αφορά

τις ασκήσεις αποκατάστασης της αιθουσαίας λειτουργίας,

αυτές χρησιμοποιούνται συχνά για την αντιμετώπιση του

ιλίγγου. Πρόκειται για κινήσεις με τις οποίες ο εγκέφαλος

εκπαιδεύεται να χρησιμοποιεί την όραση και τα ιδιοδεκτι-

κά ερεθίσματα, για τη διατήρηση της ισορροπίας και της

αίσθησης του χώρου7.


Συζήτηση


Ο ίλιγγος είναι μια ψευδαίσθηση περιστροφής, ενώ η

ζάλη είναι μια αίσθηση αστάθειας ή μια διαταραγμένη

αίσθηση της σχέσης κάποιου με το χώρο. Στον παιδιατρι-

κό πληθυσμό η διάκριση αυτή γίνεται πιο δύσκολη, επει-

δή τα παιδιά στερούνται την ικανότητα επικοινωνίας για

να αναφέρουν τα συμπτώματά τους.

Βιβλιογραφικά, ο ίλιγγος στα παιδιά συναντάται μάλλον

σπάνια. Το 1962 ο Harrisson δημοσίευσε πρώτος μια υπε-

ροχή των περιφερικών αιτιών του παιδικού ιλίγγου, μεταξύ

των οποίων τη νόσο του Meniere, τις ιογενείς προσβολές

και την αιθουσαία νευρωνίτιδα. Το 1977, ο Beddoe απο-

κάλυψε ιογενείς αιτιολογίες του παιδικού ιλίγγου, ενώ τον

ίδιο χρόνο οι Eviatar et al δημοσίευσαν μελέτη κεντρικής

παθολογίας κρίσεων ιλίγγου σε μια παιδιατρική νευρο-

λογική κλινική. Μελέτη του Fried, το 1980, μιλάει για την

εγκεφαλική διάσειση ως την πιο συνήθη αιτιολογία του

παιδικού ιλίγγου, όπως και ο D’ Agostino, το 1997, κατα-

λήγει σε παρόμοια συμπεράσματα. Το 1995, μια μελέτη

των Bower & Cotton εκθέτει τις περιφερικές αιτίες ιλίγγου

ως πολύ πιο συχνές από της κεντρικής αιτιολογίας. Η μέ-

ση ωτίτιδα, ο καλοήθης παροξυσμικός ίλιγγος της παιδι-

κής ηλικίας και η ημικρανία, αποτελούσαν το 50% των πε-

ριπτώσεων ιλίγγου στα παιδιά αυτά2.

Σε αντίθεση με μελέτες που καταλήγουν σε κεντρική νευ-23

ρολογική παθολογία ως την πιο κύρια αιτιολογία του ιλίγ-

γου, η μέση ωτίτιδα και η μέση εκκριτική ωτίτιδα θεωρού-

νται οι πιο συνηθισμένες αιτίες διαταραχής ισορροπίας στα

παιδιά που εξετάζονται από ωτορινολαρυγγολόγο. Τα δια-

φορετικά αυτά συμπεράσματα ενδεχομένως να είναι απο-

τέλεσμα στατιστικής απόκλισης του εξεταζόμενου πληθυ-

σμού ασθενών, καθώς ήταν αναμενόμενο να βρεθεί μια

μεγαλύτερη επίπτωση κεντρικής παθολογίας, σε παιδιά που

αναφέρονται σε μια νευρολογική κλινική, και ένα μεγαλύ-

τερο ποσοστό ωτολογικών προβλημάτων, σε εκείνα που

αναφέρονται σε μια ωτορινολαρυγγολογική κλινική.

Η αξιολόγηση του ιλίγγου στα παιδιά περιλαμβάνει το

ιστορικό, την γενική κλινική εξέταση, ωτορινολαρυγγολογι-

κές και νευρολογικές εξετάσεις και μεταβολικό έλεγχο. Στα

παιδιά με ίλιγγο που σχετίζεται με απώλεια συνείδησης ή

νευρολογικά ευρήματα κρίνονται απαραίτητα το ηλεκτρο-

εγκεφαλογράφημα και οι απεικονιστικές εξετάσεις.

Το ιστορικό είναι υψίστης σημασίας στη διαφορική διά-

γνωση σε ένα παιδί με ίλιγγο. Δυστυχώς η ικανότητα του

ασθενούς να αναφέρει ένα ακριβές ιστορικό, συχνά είναι

αρκετά περιορισμένη λόγω αδυναμίας επικοινωνίας. Εντού-

τοις, οι γονείς μπορούν να παρέχουν βασικές πληροφορίες

σχετικά με τη συχνότητα των συμπτωμάτων, τη διάρκεια,

το χρόνο έναρξης, το είδος των σχετιζομένων συμπτωμά-

των καθώς και τους παράγοντες που τα επιδεινώνουν ή τα

ανακουφίζουν. Ένα ιστορικό περιγεννητικής λοίμωξης, οι

ασθένειες TORCH (τοξοπλάσμωση, ερυθρά, κυτταρομε-

γαλοϊός, έρπητας) και η λοίμωξη από HIV είναι σημαντικά

στοιχεία, όπως και η έκθεση σε ωτοτοξικά φάρμακα, όπως

οι αμινογλυκοσίδες, πρέπει να διερευνώνται. Καθυστερη-

μένη κινητική ανάπτυξη, τραύμα κεφαλής, υποτροπιάζου-

σες μέσες ωτίτιδες, αλλεργία ή ανοσολογικές διαταραχές

μπορεί να παίξουν επίσης ρόλο στη διάγνωση και θα πρέ-

πει να λαμβάνονται υπόψη. Το οικογενειακό ιστορικό εί-

ναι κρίσιμο και πρέπει να διερευνάται η ύπαρξη απώλει-

ας ακοής, ιλίγγου, ημικρανίας, κληρονομικών συνδρομών

και επιληπτικών κρίσεων. Τέλος η περιγραφή του ιλίγγου

πρέπει να περιλαμβάνει τη συσχέτισή του με τα ακόλου-

θα: απώλεια ακοής, εμβοές, απώλεια συνείδησης ή αστά-

θεια και κάθε άλλο νευρολογικό σύμπτωμα5.

Μια γενική κλινική εξέταση πρέπει να πραγματοποιείται

ώστε να αποκλεισθούν καρδιακές δυσλειτουργίες, ορθρο-

στατικά συμπτώματα, φυσήματα τραχήλου, αναπνευστι-

κά προβλήματα, café au lait κηλίδες στο δέρμα, νευροϊνώ-

ματα και κρανιοπροσωπικές ή συγγενείς ανωμαλίες. Μια

πλήρης ωτολογική εξέταση, σε συνδυασμό με μια νευρο-

λογική εκτίμηση, κρίνονται απαραίτητες. Εκκριτική ωτίτι-

δα, χολοστεάτωμα και μαστοειδίτιδα θα πρέπει να απο-

κλεισθούν. Η εξέταση με τους τονοδότες, όπως και η λήψη

ακουστικών αντανακλαστικών, μπορεί να αποδειχθούν,

επίσης, βοηθητικά. Το τεστ αναζήτησης συριγγίου συνι-

στάται και είναι θετικό (σημείο Hennebert) όταν προκλη-

θεί ομόπλευρος νυσταγμός, με αρνητική πίεση στον έξω

ακουστικό πόρο (ΕΑΠ), και αντίπλευρος νυσταγμός, με θε-

τική πίεση στον έξω ακουστικό πόρο (ΕΑΠ). Εξίσου σημα-

ντική είναι η αίσθηση του ιλίγγου με τέτοιες αλλαγές πίε-

σης στον ΕΑΠ. Ακουομετρία και τυμπανομετρική εκτίμηση

είναι ουσιώδεις σε όλα τα παιδιά. Σε περιπτώσεις όπου η

συνήθης ακουομετρία δεν παρέχει επαρκείς πληροφορί-

ες, μπορούν να διενεργηθούν προκλητά ακουστικά δυνα-

μικά (BERA) ή ωτοακουστικές εκπομπές (OAE)6.

Μια νευρολογική εξέταση εκτελείται με προσεκτική αξι-

ολόγηση των κρανιακών νεύρων, των οπτικών πεδίων και

του αυτόματου ή προκλητού νυσταγμού. Βλάβες των κρα-

νιακών νεύρων μπορεί να υποδηλώνουν μια χωροκατα-

κτητική επεξεργασία στη γεφυρο-παρεγκεφαλιδική γωνία

ή στο στέλεχος, υπογραμμίζοντας πάλι τη σημασία του

ακουολογικού ελέγχου – BERA, για τον έλεγχο οπισθοκο-

χλιακού τύπου βλάβης.

Η οφθαλμολογική εξέταση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην

αξιολόγηση του παιδιού με ίλιγγο, καθώς ο νυσταγμός εί-

ναι ίσως το μόνο αντικειμενικό εύρημα της πάθησης αυ-

τής. Καθ’ ότι η οπτική προσήλωση μπορεί να αναστείλει

τον ήπιο αιθουσαίο νυσταγμό, οι οφθαλμοί πρέπει να εξε-

τάζονται σε μειωμένη έντασης φως ή μέσω των γυαλιών

Frenzel, ώστε να αποτραπεί η οπτική προσήλωση. Ο αι-

θουσαίος νυσταγμός τυπικά συνιστά μια οριζοντιοκυκλική

απότομη κίνηση, με ταχεία και βραδεία φάση. Μπορεί να

προκληθεί με το χειρισμό Dix-Hallpike, σε περιπτώσεις πα-

ροξυσμικού ιλίγγου θέσεως. Οι αιθουσαίες διαταραχές δεν

παρουσιάζουν ποτέ κάθετο νυσταγμό ή νυσταγμό, που εί-

ναι το ίδιο ταχύς και στις δύο κατευθύνσεις. Τα ευρήματα

αυτά είναι περισσότερο συμβατά με κεντρικές νευρολογι-

κές διαταραχές. Εκκρεμοειδής ή ακανόνιστος νυσταγμός

είναι κυρίως οφθαλμολογικής αιτιολογίας και μπορεί να

συνδέεται με συγγενείς διαταραχές9.

Οι δοκιμασίες ελέγχου της παρεγκεφαλιδικής λειτουργί-

ας, το τεστ Romberg και η αξιολόγηση του βηματισμού

(Unterberger) είναι επίσης σημαντικά στην εκτίμηση ενός

παιδιού με ίλιγγο. Τα test δακτύλου–ρινός και πτέρνας–γό-

νατος είναι παθολογικά τόσο με τα μάτια ανοικτά, όσο και

κλειστά, σε παρεγκεφαλιδικές και κινητικές διαταραχές, ενώ

μπορεί να είναι παθολογικά μόνο με τα μάτια κλειστά σε

αμιγώς αιθουσαία δυσλειτουργία. Αυτό συμβαίνει διότι τα

παιδιά με χρόνιες αιθουσαίες διαταραχές, αντισταθμίζουν

χρησιμοποιώντας οπτικά ερεθίσματα, ενώ αυτά με παρε-

γκεφαλιδικές διαταραχές είναι το ίδιο επηρεασμένα με ή

χωρίς οπτικά ερεθίσματα. Εκτελώντας τη δοκιμασία βημα-

τισμού σε μια γραμμή με τα μάτια κλειστά, μπορεί να κα-

ταδειχθεί μια χρόνια αιθουσαία διαταραχή με τον ασθε-

νή να ταλαντεύεται προς τη κατεύθυνση του πάσχοντος

λαβυρίνθου. Η δοκιμασία βηματισμού πτέρνας–δακτύ-

λων είναι επίσης σημαντική για την αδρή εκτίμηση κινητι-

κού συντονισμού σε παιδιά άνω των τεσσάρων (4) ετών.

Η δοκιμασία επιτόπιου βηματισμού του ασθενούς, για 60

δευτερόλεπτα, με τα μάτια κλειστά, μπορεί να φανεί χρή-

σιμη στην ανίχνευση αιθουσαίων διαταραχών. Απόκλιση

του σώματος πάνω από 45 μοίρες συνιστά αιθουσαία δι-

αταραχή από την πλευρά της απόκλισης.

Η Video-ηλεκτρονυσταγμογραφία (VENG) αντικειμενι-

κά καταγράφει τις κινήσεις των ματιών κατά τη διάρκεια

δοκιμασιών θέσεως, οπτικής απασχόλησης και σε αντί-

δραση αιθουσαίου ερεθισμού που προκαλείται από περι-

στροφή ή ψυχρό–θερμό διακλυσμό. Τα παιδιά ανέχονται

το τεστ της ENG καλά και θα πρέπει να αποτελεί εξέταση

ρουτίνας στην εκτίμηση του ιλίγγου. Μειωμένες ή απού-

σες αντιδράσεις, αποτελούν συχνά τις μόνες τεκμηριωμέ-

νες ανωμαλίες σε παροξυσμικό ίλιγγο της παιδικής ηλικί-

ας, αιθουσαία νευρωνίτιδα και παροξυσμικό ραιβόκρανο

της νηπιακής ηλικίας10.

Επίσης, μια ανάλυση μεταβολικού ελέγχου, όπως τεστ για

σύφιλη, επίπεδα γλυκόζης, θυρεοειδικός και ανοσολογικός

έλεγχος, προτείνονται συχνά για την εκτίμηση του παιδιού

με ίλιγγο. Ένα θετικό εύρημα, πάντως, είναι σπάνιο χωρίς

σχετικό ιστορικό και ο μεταβολικός έλεγχος μπορεί να μη

χρειάζεται σε όλες τις περιπτώσεις.

Το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG) είναι επίσης σημα-

ντικό για να αποκλειστούν επιληπτικές κρίσεις στα παιδιά

με ίλιγγο και συστήνεται να γίνεται ένα EEG σε κάθε ασθε-

νή με ίλιγγο, που συνοδεύεται από απώλεια συνείδησης ή

με σχετικό ιστορικό κρίσεων επιληψίας. Η συνεργασία με

νευρολόγο συνιστάται σε αυτές τις περιπτώσεις. Επιπλέον

είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως περίπου 10% των παι-

διών με επιληπτικές κρίσεις, έχει αναφερθεί ότι είχαν ενδο-

κρανιακούς όγκους (οι απεικονιστικές εξετάσεις ενδείκνυ-

νται σ’ αυτές τις περιπτώσεις). Η μαγνητική τομογραφία

είναι η κατάλληλη απεικονιστική μέθοδος, λόγω υψηλής

ευκρίνειας στην ανίχνευση βλαβών στο στέλεχος και στη

γεφυρο-παρεγκεφαλιδική γωνία24.

Η διαφορική διάγνωση του ιλίγγου στα παιδιά είναι εκτε-

νής, όπως προκύπτει από το ιστορικό του ασθενούς και

τα αποτελέσματα των νευρο-αιθουσαίων εξετάσεων. Πα-

ρόλα αυτά, η διαφορική διάγνωση μπορεί να προσεγγι-

στεί με μεθοδικό τρόπο. Μπορούμε να υιοθετήσουμε ένα

σύστημα ταξινόμησης για τη διευκόλυνση προσέγγισης

της διάγνωσης: παροξυσμικός ίλιγγος με απώλεια ακο-

ής ή άλλες διαταραχές ακοής, παροξυσμικός ίλιγγος χω-

ρίς απώλεια ακοής ή άλλες διαταραχές ακοής, ίλιγγος με

απώλεια συνείδησης ή αστάθεια, διαρκής ίλιγγος με νευ-

ρολογικές διαταραχές και διαρκής ίλιγγος χωρίς νευρολο-

γικές διαταραχές12.

Ο περιφερικός ίλιγγος συνήθως είναι περιστροφικού

τύπου, έντονος, εκδηλώνεται απότομα, είναι βραχείας δι-

αρκείας και συνοδεύεται συχνά με ακουστικές διαταρα-

χές και νευροφυτικά συμπτώματα. Ο νυσταγμός συνή-

θως είναι οριζόντιος, οριζοντιο-κυκλικού τύπου, και δεν

παρατηρείται απώλεια συνείδησης. Στον κεντρικό ίλιγ-

γο συνήθως απουσιάζουν οι κοχλιακές διαταραχές και τα

νευροφυτικά συμπτώματα, ο νυσταγμός συνήθως είναι

πολλαπλός ή κάθετος χωρίς να υφίσταται κάματο και συ-

νοδεύεται συχνά με πλούσια νευρολογική συμπτωματολο-

γία. Μπροστά σε ένα παιδί που παρουσιάζει το σύμπτω-

μα του ιλίγγου, επιβάλλεται να αναζητήσουμε εάν υπάρχει

λαβυρινθική βλάβη.

Κάθε επεισόδιο ιλίγγου που δεν συνοδεύεται με νυσταγ-

μό και διαρκεί περισσότερο από δυο ή τρεις εβδομάδες,

χωρίς σημεία ύφεσης, και δεν εξελίσσεται με κρίσεις, συ-

νήθως δεν είναι λαβυρινθικός.



Ταξινόμηση αιτιών ιλίγγου στα παιδιά



Περιφερικές αιτίες


1. Μέση ωτίτιδα

2. Χρόνια μέση χολοστεωματώδης

ωτίτιδα, με συνοδό συρίγγιο στον

έξω οριζόντιο ημικύκλιο σωλήνα

3. Αιθουσαία νευρωνίτιδα

4. Ωτικός έρπης ζωστήρ

5. Νόσος ή σύνδρομο του Meniere

(ενδολεμφικός ύδρωπας)

6. Τραυματισμοί του λιθοειδούς

οστού

7. Οξεία απώλεια της ακοής

8. Τοξικές λαβυρινθίτιδες (φαρμα-

κευτικές δηλητηριάσεις από ωτο-

τοξικά φάρμακα, π.χ. αμινογλυ-

κοσίδες)

9. Καλοήθης παροξυσμικός ίλιγγος

(ίλιγγος θέσεως)

10. Λαβυρινθίτιδα

11. Ακουστικό νευρίνωμα



Κεντρικές αιτίες


1. Ζάλη συνδεόμενη με ημικρανία

2. Κρανιο-αυχενικοί τραυματισμοί

3. Επιληψία (petit ή grand mal)

4. Λοιμώξεις (ΚΝΣ)

5. Απομυελινωτική νόσος - Σκλήρυνση

κατά πλάκας

6. Χωροκατακτητικές επεξεργασίες

του εγκεφάλου (οπίσθιου εγκε-

φαλικού βόθρου)



Άλλες αιτίες


1. Ψυχιατρικές παθήσεις - Ίλιγγος

και ψυχισμός

2. Οικογενής αταξία

3. Ψευδής ίλιγγος: ορθοστατική υπό-

ταση, υπογλυκαιμία, λιποθυμική

κρίση, αύρα κροταφικής επιλη-

ψίας

4. Άγνωστης αιτιολογίας



Συμπεράσματα


1. Η εκτίμηση του ιλίγγου είναι δύσκολη στα παιδιά και

κατευθύνεται από το ακριβές ιστορικό και από μια πλήρη

νευρο-ωτολογική εξέταση. Την αναζήτηση αυτομάτων αι-

θουσαίων σημείων (αυτόματο αιθουσαίο νυσταγμό, σημείο

Romberg, σημείο Unterberger) και αναζήτηση προκλητών

αιθουσαίων σημείων. Δοκιμασίες για τον πρόσθιο λαβύριν-

θο (π.χ. ακουόγραμμα, ακουστικά αντανακλαστικά, BERA),

και για τον οπίσθιο λαβύρινθο (π.χ. ηλεκτρονυσταγμογρα-

φία), καθώς και η εκτίμηση της οπτικής οξύτητας, πρέπει

να συμπληρώνουν την διαγνωστική προσέγγιση.

2. Ο έλεγχος του νεαρού ασθενούς θα πρέπει να συμπλη-

ρώνεται με μια απεικονιστική εξέταση (κυρίως MRI ή CT

λιθοειδών – εγκεφάλου), όταν υπάρχει ιστορικό χρόνιας

ωτίτιδας, κρανιακού τραυματισμού, ή υπόνοια οργανικής

εγκεφαλικής βλάβης. Οι εξετάσεις αίματος, το ηλεκτροεγκε-

φαλογράφημα, η οφθαλμολογική και η νευρο-ψυχιατρική

εκτίμηση συνιστώνται, κατά την κρίση του κλινικού.

3. Διεθνείς μελέτες δίνουν έμφαση στο ρόλο της μέσης

ωτίτιδας και εκκριτικής ωτίτιδας, στην διαταραχή της ισορ-

ροπίας στο παιδί, όπως και στη δυνατότητα για λύση του

προβλήματος με μυριγγοτομή και τοποθέτηση σωληνίσκου

αερισμού. Άλλες συνήθεις παθήσεις αποτελούν, ο καλοή-

θης παροξυσμικός ίλιγγος, η ζάλη που συνδέεται με ημι-

κρανία και η αιθουσαία νευρωνίτιδα.

4. Η διάκριση μεταξύ κεντρικού και περιφερικού ιλίγγου

καθορίζει συχνά και την αντίστοιχη θεραπευτική αντιμε-

τώπιση. Μετά την πιστοποίηση της διάγνωσης του παιδι-

κού ιλίγγου και τον αποκλεισμό σοβαρών παθολογικών

καταστάσεων, η θεραπεία κατευθύνεται ανάλογα με την

αιτιολογία.


Summary

Vertigo in children: diagnostic and therapeutic

approach

S. Ntoumazios, Ch. Mihos, Κ. Potsis,

D. Assimakopoulos

Vertigo in children is a challenging complaint, for which potentially

numerous etiologies exist. The history, often obtained

most reliably from the observations of parents, contains key information

that directs the diagnostic evaluation. Using this information,

the clinician may then categorize the complaint of

vertigo according to its quality (paroxysmal or unremitting),

and its association with hearing loss, loss of consciousness or

postural control, or any neurologic symptoms. The differential

diagnosis may then be approached in an algorithmic method

and narrowed down to isolate the most common disease processes

that may account for the specific sympomatology.

The cause of vertigo can vary from orthostatic hypotension

to a brain tumor and, thus, a structured approach is essential,

in avoiding unnecessary examinations and achieving a diagnosis.

Common forms of vertigo in children are otitis-mediarelated

dizziness, benign paroxysmal vertigo of childhood,

migraine-associated dizziness, and vestibular neuronitis. Orthostatic

hypotension, which is not a true vertigo, is the predominant

type of dizziness in children.

Vertigo is often divided according to origin into peripheral

and central types. An otologist is familiar with peripheral

causes, while a neurologist treats central causes. Close cooperation

between different specialists is essential. Sometimes consultation

with a psychiatrist or an ophthalmologist can lead to

the correct diagnosis.

Key words: children, labyrinth, vertigo, nystagmus, history,

electronystagmography, diagnosis, treatment.


Βιβλιογραφία


1. Anoh-Tanon MJ, Bremond–Gignac D, Wiener-Vacher SR. Vertigo is an underestimated symptom

of ocular disorders: dizzy children do not always need MRI. Pediatr Neurol 2000; 23:49-53.

2. Baloh RW. Differentiating between peripheral and central causes of vertigo. Otolaryngol Head

Neck Surg 1998; 119:55-59.

3. Casselbrant M, Furman J, Rubenstein E, Mandel EM. Effect of otitis media on the vestibular system

in children. Ann Oto Rhino Laryn 1995; 104(8):620-624.

4. Choung Yun–Hoon, Keehyn Park, Sung-Kyun Moon, Chul-Ho Kim, Sang Jun Ryu. Various causes

and clinical characteristics in vertigo in children with normal eardrums. Department of Otolaryngology,

Ajou University School of Medicine, 5 Woncheon-Dong, Paldal–Gu, Suwon 442-721, South Korea.

Available online: 17 May 2003.

5. Choung YH, Park K, Moon SK, Kim CH, Ryu SJ. Various causes and clinical characteristics in children

with normal eardrums. Int J Pediatric Otolaryngol 2003; 67:889-894.

6. Fetter M. Assessing vestibular function: which tests, when? J Neurol 2000; 247:335-342.

7. Fife TD. Episodic vertigo. In: Rakel RE. Conn’s Current therapy, 1999: Latest approved methods of

treatment for the practicing physician. 51st edition, Philadelphia, WB Sauders, 1999; pp.923-30.

8. Fried MP. The evaluating of dizziness in children. Laryngoscope 1980; 90:1548-1560.

9. Golz A, Angel-Yeger B, Parush S. Evaluation of balance disturbances in children with middle ear

effusion. Int J Pediatric Otorhinolaringol 1998; 43:21-26.

10. Golz A, Netzer A, Angel-Yeger B, Westerman ST, Gilberd LM, Joachims HZ. Effects of middle ear

effusion on the vestibular system in children. Otolaryngol Head Neck Surg 1998; 119:695-699.

11. Golz A, Westerman S,Gilbert L, Joachims H, Netzer A. Effect of middle ear effusion on the vestibular

labyrinth. J Laryngol Otol 1991; 105:987-989.

12. Hubbell Richard N, MD; Skoner Judith M, MD. Vertigo in children. University of Vermont, Division

of Otolaryngology, Vermont, USA, 1999.

13. Isenberg SJ. Physical and refractive characteristics of the eye at birth and during infancy. In:

Isenberrg SJ (Ed): The Eye in infancy. Mosby-Year Book, Chicago, 1994; pp.36-51.

14. Kaga K, Nakamura M, Furuya N, Shindo M. Analysis of optokinetic nystagmus in patients with

lesions on the left unilateral pariental lobe or the entire left hemisrphere. Acta Otolaryngol Suppl

2001; 545:166-169.

15. Marill Keith, MD. Central Vertigo. Department of Medicine, Mass Hospital. November 2004;

25.

16. Niemensivu Riina. Vertigo in children. Doctoral dissertation, University of Helsinki, Faculty of

Medicine, Institute of Clinical Medicine, September 2006.

17. Probst R. Dizziness from a neuro-otologocal viewpoint. Ther Umsch 1995; 52:724-731.

18. Quigley EM, Haster WL, Parkman HP. AGA technical review on nausea and vomiting. Gastroenterology

2001; 120:263-86.

19. Ravid S, Bienkowski R, Eviatar L. A simplified diagnostic approach to dizziness in children. Pediatric

Neurol 2003; 29:317-320.

20. Salami A, Medicina MC, Dellepiane M, Mora R, Guglielmetti G. Optocinetic nystagmus and

visual–vestibular inferaction in subjects with “whiplash injuries”. Acta Otorinolaryngol Ital 1996;

16:91-98.

21. Salami A, Dellepiane M, Mora R, Taborelli G, Jankowska B. Electronystagmografy finding in

children with peripheral and central vestibular disorders. International Journal of Pediatric

Otorhinolaryngology 2006; 70:13-18.

22. Sam J Marzo, MD. Intratympanic therapy for sensorineural hearing loss and vertigo.

Department of Otolaryngology - Head and Neck Surgery, Loyola University Health System,

Maywood, Illinois, 2002; January 24.

23. Santos PM, Hall RA, Snyder JM, Hungles LF, Dobie RA. Diuretic and diet effect on Meniere’s

disease evaluated by the 1985 Committee on Healing and Equilibrium guidelines. Otolaryngol

Head Neck Surg 1993; 109:680-9.

24. Swartz Randy, Paxton Longwell. Treatment of vertigo. American Family Physician 2005;

March 15.

25. Van Deelen GW, Huizing EH. Use of a diuretic (Dyazide) in the treatment of Meniere’s

disease. A double-blind cross-over placebo-controlled study. ORL J Otorhinolaryngol Relat Spec

1986; 48:287-92.

26. Yardley L, Luxon L. Treating dizziness with vestibular rehabilitation. BMJ 1994; 308:1252-

1253.

27. Δανιηλίδης Ι, Ασημακόπουλος Δ. Ωτορινολαρυγολογία. Παθολογία - χειρουργική κεφαλής

& τραχήλου. Θεσσαλονίκη 2006, Πρώτη έκδοση, University Studio Press. Ω


Σtayροσ Ντουμaζιος, Χρηστοσ Μiχος,

Kωνσταντινοσ Πoτσης, Δημητριοσ Ασημακoπουλος

Ωτορινολαρυγγολογική Κλινική Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων