Αναλυτικά τυμπανομετρία

Dr. Λάμπρος Ι. Καρελάς MD

  • Ωτορινολαρυγγολόγος - Χειρουργός Κεφαλής και Τραχήλου

  • Ειδικευθείς στην ΩΡΛ Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών

  • Μετεκπαιδευθείς στη Γερμανία HNO Κλινική του Πανεπιστημίου Ερλάνγκεν Νυρεμβέργη.

☎️ Τηλ. 2441029674 Κιν. 6932240365 🌐 lkarelas@yahoo.gr facebook

Όρκος του Ιπποκράτη ΩΡΛ Καρελάς.

Τυμπανομετρία (αναλυτικά)

Τυμπανογράφος ΣΕ ΠΑΙΔΊ

Αυτή η εξέταση μετρά την κίνηση του τυμπάνου. Η τυμπανομετρία είναι μία πολύ σημαντική εξέταση με την οποία μπορούμε με ακρίβεια να διαγνώσουμε την ύπαρξη υγρού πίσω από το τύμπανο, ιδιαίτερα στις δύσκολες και αμφίβολες περιπτώσεις. Διενεργείται με την είσοδο στο αυτί ενός μαλακού σωληνίσκου μέσω του οποίου εκπέμπεται ήχος. Το αποτέλεσμα της εξέτασης αναπαριστάνεται γραφικά (τυμπανόγραμμα).

Η συσκευή(τυμπανογράφος) μέσω ενός πλαστικού βύσματος του αυτιού, χορηγεί ήχο και αυξομειώνει την πίεση του αέρα στον έξω ακουστικό πόρο, αναγκάζοντας έτσι το τύμπανο να κινηθεί. Ο τυμπανογράφος μετρά την ανάκλαση του ήχου και καταγράφει (τυμπανόγραμμα) το πόσο καλά κινείται το τύμπανο και πόση είναι η πίεση στο μέσο αυτί και παράγει μια φυσιολογική καμπύλη(τύπου A).

Τυμπανογραμμα τυπου A ΣΕ ΠΑΙΔΊ

Τυμπανογραμμα τυπου A

Οτιδήποτε εμποδίζει την φυσιολογική κίνηση του τυμπάνου( όπως το υγρό και η ωτίτιδα), παράγει παθολογική καμπύλη(πχ τύπου B)

Τυμπανογραμμα τυπου B σε παιδιά

Τυμπανογραμμα τυπου B

Η απόφραξη της ευσταχιανης σάλπιγγας(πχ από ρινίτιδα η κρεατακια) προκαλεί ελάττωση της πιέσεως στο μέσο αυτί και μετατόπιση της καμπύλης(τύπου C).

Τυμπανογραμμα τυπου C

Τυμπανογραμμα τυπου C

Η μελέτη του ακουστικού αντανακλαστικού γίνεται επίσης με τον τυμπανογράφο. Στα παιδιά ανευρίσκεται ο ουδός(ελάχιστη ένταση ήχου)εκλύσεως των αντανακλαστικών και διαγιγνώσκεται η βαρηκοΐα αντιλήψεως

Η ύπαρξη ή μη της νευροαισθητηριακής απώλειας της ακοής μπορεί να διαπιστωθεί με το τεστ του ακουστικού αντανακλαστικού αλλά ο βαθμός απώλειας δεν καθορίζεται με ακρίβεια.

Αποτελεί βασική και μία πολύ σημαντική εξέταση στην εκκριτική ωτίτιδα αφού μπορούμε με ακρίβεια να διαγνώσουμε την ύπαρξη υγρού ιδιαίτερα στις δύσκολες και αμφίβολες περιπτώσεις. Επίσης σε όλες τις περιπτώσεις βαρηκοΐας αγωγιμότητας. Προηγείται πάντοτε της μελέτης του ακουστικού αντανακλαστικού στη βαρηκοΐα αντιλήψεως (νευροαισθητήριο).

Η μελέτη του ακουστικού αντανακλαστικού γίνεται επίσης με τον τυμπανογράφο αφού κάθε δυνατός ήχος προκαλεί προστατευτική σύσπαση δυο πολύ μικρών μυών (τείνων το τύμπανο μυς και μυς του αναβολέα) στο μέσο αυτί που καθηλώνουν το τύμπανο και την κίνηση του που καταγράφει όπως προαναφέραμε η συσκευή. Έτσι στα παιδιά ανευρίσκεται ο ουδός(ελάχιστη ένταση ήχου) εκλύσεως των αντανακλαστικών και διαγιγνώσκεται η βαρηκοΐα αντιλήψεως ενώ στους ενηλίκους εξετάζεται κυρίως η κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού και γίνεται τοπογραφική διαφοροδιάγνωση κεντρικής από περιφερική βλάβη(ακουστικό νευρίνωμα).

Η όλη διαδικασία είναι απλή προσαρμόζοντας στα αυτιά του αρρώστου ένα ακουστικό και ένα πλαστικό βύσμα χωρίς να είναι απαραίτητη η συνεργασία του. Μέχρι την ανακάλυψη των ακουστικών προκλητών δυναμικών(ABR) και των ωτακουστικών εκπομπών(OAEs) προ λίγων ετών αποτελούσαν την μόνη αντικειμενική μέθοδο για τη διάγνωση της βαρηκοΐας στα παιδιά και τους υποκρινόμενους. Και σήμερα όμως αποτελεί βασική εξέταση γιατί είναι πολύ γρήγορη και πρακτική και συνδυάζεται με τις νεότερες για την εξαγωγή ασφαλέστερου συμπεράσματος περί του επιπέδου ακοής ενός παιδιού.

Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται όταν διενεργούμε τυμπανομετρία σε βρέφη (0-12 μηνών) και ιδίως σε νεογνά. Ο ήχος, που εκπέμπεται πρέπει να είναι 1000Hz. Οποιοσδήποτε άλλος ήχος (πχ 220Hz), όπως συνήθως αλλά λανθασμένα εφαρμόζεται, καθιστά την εξέταση άκυρη στη νεογνική-βρεφική ηλικία. Γενικά η τυμπανομετρία στη νεογνική ηλικία δεν είναι αξιόπιστη. Η ιδιαιτερότητα αυτή οφείλεται σε αναπτυξιακούς παράγοντες όπως η χαλαρότητα του τυμπανοοσταριώδους συστήματος.

Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται όταν διενεργούμε τυμπανομετρία σε βρέφη (0-12 μηνών) και ιδίως σε νεογνά. Ο ήχος, που εκπέμπεται πρέπει να είναι 1000 Hz.

Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται όταν διενεργούμε τυμπανομετρία σε βρέφη (0-12 μηνών) και ιδίως σε νεογνά. Ο ήχος, που εκπέμπεται πρέπει να είναι 1000 Hz.

Φυσιολογικές μετρήσεις στην τυμπανομετρία

Φυσιολογικές μετρήσεις στην τυμπανομετρία

Επειδή απαιτούνται πολλές τεχνικές λεπτομέρειες για την περιγραφή όλων των τεστ της μεθόδου αυτής, θα αναφερθούμε μόνο στο κυριότερο διαγνωστικό τεστ της μεθόδου που φέρει το όνομά της και είναι η τυμπανομετρία. Η τυμπανομετρική εξέταση μας δίνει μια εικόνα της κατάστασης του μέσου αυτιού. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα κατά την ακουολογική αξιολόγηση των παιδιών, διότι τα παιδιά υποφέρουν συχνά από παθήσεις του μέσου αυτιού όπως οι ωτίτιδες που, όταν συμβαίνουν συχνά, επιβαρύνουν την πρόσληψη και την ανάπτυξη του λόγου. Επίσης χρησιμοποιείται για την ακουολογική εξέταση παιδιών και ενηλίκων με ειδικές ανάγκες (π.χ. νοητική υστέρηση), μια και ο χρόνος μέτρησης είναι ελάχιστος (60-90 sec ανά αυτί) και τα αποτελέσματα είναι αντικειμενικά, δηλαδή δεν εξαρτώνται από την συγκέντρωση, την ικανότητα ή την διάθεση του εξεταζόμενου.

Κατά την τυμπανομετρική εξέταση μετριέται η κινητικότητα της τυμπανικής μεμβράνης κατά την διάρκεια μεταβολών πίεσης του αέρα που δημιουργούνται στον έξω ακουστικό πόρο με την εκπομπή ηχητικού σήματος συχνότητας 220 Ηz. Η είσοδος του ήχου στην κοιλότητα του ακουστικού πόρου δημιουργεί πίεση αέρος. Στο φυσιολογικό μοντέλο, όσο αυξάνεται η πίεση στο έξω αυτί τόσο ευρύνεται η κοιλότητα του έξω ακουστικού πόρου με την ευκαμψία της τυμπανικής μεμβράνης, έτσι ώστε η πίεση του αέρα στο έξω και μέσο αυτί να είναι ίση με την ατμοσφαιρική πίεση. Τότε η τυμπανική μεμβράνη έχει την μέγιστη κινητικότητα. Αν η κινητικότητα της τυμπανικής μεμβράνης είναι μικρότερη του φυσιολογικού τότε η πίεση που δημιουργείται στο έξω αυτί με την εκπομπή του ήχου είναι μεγαλύτερη από του μέσου αυτιού. Η τιμή πίεσης στο μέσο αυτί είναι αρνητική και αποτελεί διαγνωστική ένδειξη για την κατάσταση της τυμπανικής μεμβράνης. Οι διάφορες αποκλίσεις στην κινητικότητα της μεμβράνης από το φυσιολογικό μπορούν να ερμηνευτούν διαγνωστικά και αναπαριστούνται με γραφικές παραστάσεις, τα τυμπανογραφήματα (βλ. εικόνες ανωτέρω). Παραδείγματος χάριν, αν υπάρχει δυσλειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας, τότε δημιουργείται αρνητική πίεση στο μέσο αυτί. Αυτό μπορεί να συμβεί διότι δεν γίνεται καλή εξαέρωση στο μέσο αυτί με αποτέλεσμα να απορροφηθεί ο στατικός αέρας που υπάρχει μέσα (καμπύλη τύπου C). Επίσης, το κλείσιμο της ευσταχιανής σάλπιγγας μπορεί να δημιουργήσει υγρό στο μέσο αυτί με αποτέλεσμα την μείωση της κινητικότητας της τυμπανικής μεμβράνης και την δημιουργία αρνητικής πίεσης στο μέσο αυτί (καμπύλη τύπου B).

Η τυμπανομετρία, ή ακουομετρία σύνθετης αντίστασης, είναι μία από τις μεθόδους της αντικειμενικής ακουομετρίας και βασίζεται στην μέτρηση της ηλεκτροακουστικής αντίστασης του αυτιού που δημιουργείται μετά από εκπομπή ήχου μέσα στο αυτί. Αντίθετα από την τονική ακουομετρία αυτή η μέθοδος δεν δίνει ποσοτική ένδειξη της απώλειας της ακοής αλλά εντοπίζει την φύση της ακουστικής βλάβης με μεγαλύτερη ακρίβεια από ότι η μέθοδος της τονικής ακουομετρίας. Έτσι λοιπόν, μπορεί να εξακριβωθεί αν η απώλεια της ακοής είναι νευροαισθητηριακής φύσης ή είναι βαρηκοΐα αγωγιμότητας, αν υπάρχει βλάβη στο μέσο αυτί και πού οφείλεται αυτή.

Η μέθοδος επιτρέπει μια σειρά από μετρήσεις που γίνονται με διαφορετικά διαγνωστικά τεστ της μεθόδου και δίνουν ενδείξεις για:

1. την πίεση του μέσου αυτιού

2. την κινητικότητα της τυμπανικής μεμβράνης

3. την λειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας

4. την λειτουργία και κινητικότητα των οσταρίων του μέσου αυτιού

5. το κατώφλι του ακουστικού αντανακλαστικού (acoustic reflex)

6. την κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού

7. τον λανθάνοντα χρόνο(καθυστέρηση) του ακουστικού αντανακλαστικού

8. την ύπαρξη μη οργανικής ή λειτουργικής βαρηκοΐας(υποκρινόμενοι)

Η ύπαρξη ή μη της νευροαισθητηριακής απώλειας της ακοής μπορεί να διαπιστωθεί με το τεστ του ακουστικού αντανακλαστικού αλλά ο βαθμός απώλειας δεν καθορίζεται με ακρίβεια.


Τυμπανόγραμμα και ομόπλευρα (Ipsilateral) και ετερόπλευρα (αντίπλευρα contralateral) ακουστικά αντανακλαστικά

Τυμπανόγραμμα και ομόπλευρα (Ipsilateral) και ετερόπλευρα (αντίπλευρα contralateral) ακουστικά αντανακλαστικά

Ακουστικά αντανακλαστικά (Acoustic Reflexes Thresholds - ART), ουδός

Τα ομόπλευρα (Ipsilateral) και ετερόπλευρα (αντίπλευρα contralateral) ακουστικά αντανακλαστικά εκτελούνται, για να αξιολογηθεί η ακεραιότητα της οδού του ακουστικού αντανακλαστικού.

Ακουστικά αντανακλαστικά (Acoustic Reflexes Thresholds - ART), ουδός

Ο ουδός (κατώφλι, κατώτατο όριο, ελάχιστη ένταση ήχου)) εκλύσεως του ακουστικού αντανακλαστικού, μετράται με ερεθίσματα 500, 1000, 2000 Hz. και ευρυζωνικούςς θορύβους (BBN). Δοκιμές στα 4000 Hz δεν συνιστώνται, διότι πολλοί νέοι άνθρωποι με φυσιολογική ακοή έχουν αυξημένο ουδό αντανακλαστικού (ταχεία προσαρμογή) σε αυτή τη συχνότητα (Gelfand, 1984? Silman & Silverman, 1991).

Ο ουδός 3dB χαμηλότερος στα ομόπλευρα(Ipsilateral) από ότι στα ετερόπλευρα (αντίπλευρα contralateral)

Φυσιολογικές τιμές του ουδού του ακουστικού αντανακλαστικού

Κανονική είναι η διαφορά του ουδού 20 dB μεταξύ θορύβου(BBN) και τόνου σε νεαρότερες ηλικίες. Το ART για καθαρό τόνο δεν αλλάζει με την αύξηση της ηλικίας σε ενήλικες με κανονική ακοή. Το ART για BBN αυξάνει με την αύξηση της ηλικίας.

Η ανεύρεση του ουδού δεν επηρεάζεται από την κατεύθυνση αλλά προτιμάται η φθίνουσα μέθοδος απ 'ότι την αύξουσα (Jepsen 1963), με βήματα 5 dB για καθαρό ήχο και 1 ή 2 dB για BBN

Η ανεύρεση του ουδού δεν επηρεάζεται από την κατεύθυνση αλλά προτιμάται η φθίνουσα μέθοδος απ 'ότι την αύξουσα (Jepsen 1963), με βήματα 5 dB για καθαρό ήχο και 1 ή 2 dB για BBN

Ταομόπλευρα(Ipsilateral)καιετερόπλευρα(αντίπλευραcontralateral)ακουστικάαντανακλαστικάεκτελούνται,γιανααξιολογηθείηακεραιότητατηςοδούτουακουστικούαντανακλαστικού

Τα ομόπλευρα(Ipsilateral) και ετερόπλευρα(αντίπλευραcontralateral) ακουστικά αντανακλαστικά εκτελούνται για να αξιολογηθεί η ακεραιότητα της οδού του ακουστικού αντανακλαστικού

Τα αντανακλαστικά είναι κανονικά παρόντα για αρκετά δυνατούς ήχους, σε σχέση με την ικανότητα ακοής.

  • Κανονικά χρειάζεται ήχος 70-90 dB για να παραχθεί ένα αντανακλαστικό σε ένα άτομο με φυσιολογική ακοή, ή ένα άτομο με ήπια έως μέτρια κοχλιακή απώλεια ακοής. Ο ουδός του αντανακλαστικού είναι συνήθως 10-20 dB κάτω από το όριο δυσφορίας.

  • Τα αντανακλαστικά μπορεί να απουσιάζουν ακόμη και σε πιο δυνατά ερεθίσματα σε άτομα με:

    • Αγώγιμη απώλεια ακοής

      • Ωτοσκλήρυνση, ή άλλη ασθένεια του μέσου ωτός. Το αντανακλαστικό μπορεί επίσης να είναι διφασικό σε πρώιμα στάδια και μετά να αναστραφεί (Ried et al, 2000)

      • Ή καθήλωση της αλύσου στο αυτί με τον αισθητήρα.

    • Σοβαρή νευροαισθητηριακή απώλεια ακοής

    • Απώλεια ακοής τύπου νεύρου (όπως σε ακουστικό νευρίνωμα)

    • Τραυματισμός 7ου νεύρου από την πλευρά που μετράει ο αισθητήρας.

φυσιολογικές τιμές του ακουστικού αντανακλαστικού

Φυσιολογικές τιμές του ακουστικού αντανακλαστικού

Φυσιολογικές τιμές του ουδού του ακουστικού αντανακλαστικού με την ηλικία

Φυσιολογικές τιμές του ουδού του ακουστικού αντανακλαστικού ανάλογα με την ηλικία

Ο φυσιολογικός ουδός κυμαίνεται περίπου από 85 έως 100 dB SPL για ερεθίσματα καθαρού τόνου (Gelfand, 1984), και 70-75 dB SPL (10-20 dB χαμηλότερα) για ευρυζωνικούς θορύβους (BBN). (Margolis, 1993)

  • Αγώγιμη παθολογία: Το ακουστικό αντανακλαστικό:

    • συνήθως απουσιάζει στο αυτί με τον αισθητήρα, επειδή η παθολογία αποτρέπει τη δυνατότητα να παρακολουθεί τις αλλαγές στην σύνθετης αντίστασης. Μπορεί να παράγεται στο 50% των περιπτώσεων, όταν η βαρηκοΐα είναι = 5 dB (Jerger 1974). Η απουσία του στα 1000 Hz στα 110 dB HL είναι ισχυρή ένδειξη αγώγιμης παθολογίας.

    • τυπικά αυξημένο στο αυτί με το ερέθισμα, κατά το ποσοστό της βαρηκοΐας αγωγιμότητας(του χάσματος ακοής αέρος-οστού). Απόν εάν η βαρηκοΐα είναι πάνω ​​από τη δυνατότητα του μέγιστου επίπεδου ερεθίσματος (gap: 42 dB, max: 125 dB). Μπορεί να παράγεται στο 50% των περιπτώσεων, όταν η βαρηκοΐα είναι = 27 dB (Jerger 1974, max: 110dB)

  • Νευροαισθητήρια παθολογία: Ο ουδός εξαρτάται από την απώλεια της ακοής. Σε βαρηκοΐες μικρότερες των 60 dB το αντανακλαστικό είναι παρόν.

  • Οπισθοκοχλιακή παθολογία: Ο ουδός είτε είναι αυξημένος(> 90% των περιπτώσεων) πάνω από ότι θα ήταν σε νευροαισθητήρια απώλεια ακοής ή απουσιάζει.

βαρηκοΐας αγωγιμότητας στο δεξιό αυτί

βαρηκοΐας αγωγιμότητας στο δεξιό αυτί

Συνήθως, οι βλάβες στις κοχλιακές περιοχές παράγουν μια αλλαγή στο κατώφλι του ακουστικού αντανακλαστικού μόνο για τα ερεθίσματα του θορύβου ευρείας ζώνης, όχι για ερεθίσματα καθαρού τόνου, έως ότου η απώλεια ακοής υπερβαίνει περίπου τα 60 dB HL

σε μέτρια νευροαισθητήρια απώλεια ακοής το ακουστικό αντανακλαστικό είναι φυσιολογικό

Σε μέτρια νευροαισθητήρια απώλεια ακοής το ακουστικό αντανακλαστικό είναι φυσιολογικό

Όταν η απώλεια ακοής είναι κοχλιακής προέλευσης και η απώλεια υπερβαίνει τα 60 dB HL, μπορεί να υπάρχει μια αύξηση στο όριο του ακουστικού αντανακλαστικού ακόμη και για ερεθίσματα καθαρού τόνου. Όταν το ακουστικό αντανακλαστικό είναι παρόν η απώλεια της ακοής δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 60 dB HL. Ο προσδιορισμός του ουδού του ακουστικού αντανακλαστικού μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις νευροαισθητήριας απώλεια ακοής και να παρέχει διαφορική διάγνωση της βλάβης ακοής.

αύξηση στον ουδό του ακουστικού αντανακλαστικού σε νευροαισθητήρια απώλεια ακοής μεγαλύτερη των 50 dB HL

Αύξηση στον ουδό του ακουστικού αντανακλαστικού σε νευροαισθητήρια απώλεια ακοής μεγαλύτερη των 50 dB HL

Όταν ο ουδός του ακουστικού αντανακλαστικού βρίσκεται σε ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα αποδίδεται σε βλάβη της κοχλιακής περιοχής.

Σε ασθενείς με οπισθοκοχλιακή βλάβη (ακουστικού-κρανιακού νεύρου VIII και χαμηλά στο εγκεφαλικό στέλεχος), το ακουστικό αντανακλαστικό μπορεί να είναι αυξημένο ή να απουσιάζει. Ένας ασυνήθιστα υψηλός ουδός ή απουσία του ακουστικού αντανακλαστικού, με απώλεια ακοής λιγότερο από 60 dB HL είναι στοιχεία που να υποστηρίζουν μια οπισθοκοχλιακή της βλάβη.

απουσία του ακουστικού αντανακλαστικού, με απώλεια ακοής λιγότερο από 60 dB HL και Παθολογική κόπωση είναι στοιχεία που  υποστηρίζουν οπισθοκοχλιακή βλάβη

Απουσία του ακουστικού αντανακλαστικού, με απώλεια ακοής λιγότερο από 60 dB HL και παθολογική κόπωση είναι στοιχεία που υποστηρίζουν οπισθοκοχλιακή βλάβη

Οπισθοκοχλιακή βλάβη

--- Αυξημένα ART (> 90% των περιπτώσεων) πάνω από το φυσιολογικό ή από ότι σε κοχλιακή βλάβη, ή απουσιάζει τελείως ακόμη και στο μέγιστο ερέθισμα.

--- Αγώγιμη διαταραχή πρέπει να αποκλειστεί

--- Θετική κόπωση του αντανακλαστικού

--- Μεταξύ των αυτιών σύγκριση ART:> 15 dB σε περισσότερες από μία ζώνες συχνοτήτων (Chiveralls, 1977),> 10 dB σε δύο παρακείμενες συχνότητες (Prasher & Cohen 1993), >ART σε 90% + 85% κόπωση AR: σε οπισθοκοχλιακές βλάβες

Τα ακουστικά αντανακλαστικά στις νευρολογικές  βλάβες

Τα ακουστικά αντανακλαστικά στις νευρολογικές βλάβες

Διαταραχές πιο πάνω από το αντανακλαστικό μονοπάτι(πχ φλοιού) δεν επηρεάζουν το ακουστικό αντανακλαστικό.

Οι απομυελινωτικές και νευρομυϊκές βλάβες επηρεάζουν το ακουστικό αντανακλαστικό.

Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα με ακουστικές διαταραχές επεξεργασίας (APD) δείχνουν απουσία ή αυξημένα ακουστικά αντανακλαστικά. Το σύμπλεγμα της άνω ελαίας έχει κοινή συμμετοχή στο ακουστικό αντανακλαστικό και στη διαχείριση των ακουστικών ικανοτήτων που εμπλέκονται στην ακουστική επεξεργασία. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν παράταση και στον λανθάνοντα χρόνο του ακουστικού αντανακλαστικού σε παιδιά με διαταραχές της ακουστικής επεξεργασίας. Παρατηρήθηκε παράταση στον λανθάνοντα χρόνο του αντίπλευρου αντανακλαστικού όταν συγκριθεί με τα ομόπλευρα αποτελέσματα.

Αποτελέσματα του αντανακλαστικού ανάλογα με την εντόπιση της βλάβης

Αποτελέσματα του αντανακλαστικού ανάλογα με την εντόπιση της βλάβης A = absent; E = elevated; N = normal; D = decay. Αποτελέσματα που είναι μεταβλητά εξαρτάται από τη σοβαρότητα της κατ

A = absent(απόν) E = elevated(αυξημένο) N = normal(φυσιολογικό) D = decay (κόπωση). Αποτελέσματα που είναι μεταβλητά εξαρτώνται από τη σοβαρότητα της κατάστασης ή της απώλεια ακοής.

Νευροωτολογική διαφορική διάγνωση

Νευροωτολογική - ακουολογική διαφορική διάγνωση

Κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού (Reflex Decay)

Κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού είναι η μείωση του μεγέθους του ακουστικού αντανακλαστικού κατά τη διάρκεια ενός παρατεταμένου ερεθίσματος. Η κόπωση του αντανακλαστικού μετριέται μόνο στα 500 και 1000 Hz, διότι η ταχεία προσαρμογή είναι συχνή σε υψηλότερες συχνότητες, όπως φαίνεται στην κατωτέρω εικόνα.

Κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού (Reflex Decay)

Το ακουστικό ερέθισμα είναι 10 db πάνω από τον ουδό του αντανακλαστικού για 10 sec σε διαφορετικές συχνότητες. Συνήθως η κόπωση του αντανακλαστικού γίνεται μεγαλύτερη καθώς η συχνότητα γίνεται υψηλότερη ,στην περίπτωση αυτή, στα 4000 HZ η κόπωση του αντανακλαστικού είναι περισσότερο από 50% μετά από 10 sec. )

Η κόπωση του αντανακλαστικού τυπικά μετράται ετερόπλευρα (αντίπλευρα). Η κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού δεν είναι φυσιολογική, αν το εύρος της απόκλισης του ακουστικού αντανακλαστικού μειώνεται περισσότερο από 50% κατά τη διάρκεια των πρώτων 10 δευτερολέπτων. Παθολογική κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού σχετίζεται με οπισθοκοχλιακές παθολογίες (πχ ακουστικό νευρίνωμα).

Κόπωση ακουστικού αντανακλαστικού Reflex decay

Κόπωση ακουστικού αντανακλαστικού Reflex decay

Στις οπισθοκοχλιακές βλάβες η κόπωση του αντανακλαστικού στα 500 Hz είναι καλύτερη στη πρώτα 5 δευτερόλεπτα από ό,τι στα δεύτερα 5 σε σχέση με τα 1000 Hz,

Στα 1000 Hz η κόπωση AR στο ≧ 50% των περιπτώσεων συμβαίνει μέσα σε 5 sec και ≦ 50%, σε 6-10 sec: ειδικότητα 99% (Ferguson 1996)

Σε ακουστικό νευρίνωμα το τυμπανόγραμμα είναι φυσιολογικό άμφω, αλλά δεν εκλύονται ακουστικά αντανακλαστικά με την ακουστική διέγερση στο πάσχων αυτί. Όταν η κεφαλή μέτρησης ήταν στο υγιές αυτί, σύσπαση του μυός του αναβολέα παρατηρήθηκε μόνο με ομόπλευρο (ipsi) διέγερση. Όταν το άκρο μέτρησης ήταν στο πάσχων αυτί, η σύσπαση του μυός του αναβολέα παρατηρήθηκε μόνο όταν το ακουστικό ερέθισμα δόθηκε αντίθετα (contra).

Τα ακουστικά αντανακλαστικά δεν εκλύονται με την ακουστική διέγερση στο πάσχων(αριστερό) αυτί.

Τα ακουστικά αντανακλαστικά δεν εκλύονται με την ακουστική διέγερση στο πάσχων(αριστερό) αυτί. Ακουστικό νευρίνωμα στο αριστερό αυτί

Επειδή απαιτούνται πολλές τεχνικές λεπτομέρειες για την περιγραφή όλων των τεστ της μεθόδου αυτής, αναφερόμαστε μόνο στο κυριότερο διαγνωστικό τεστ της μεθόδου που φέρει το όνομά της και είναι η τυμπανομετρία. Η τυμπανομετρική εξέταση μας δίνει μια εικόνα της κατάστασης του μέσου αυτιού. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα κατά την ακουολογική αξιολόγηση των παιδιών, διότι τα παιδιά υποφέρουν συχνά από παθήσεις του μέσου αυτιού όπως οι ωτίτιδες που, όταν συμβαίνουν συχνά, επιβαρύνουν την πρόσληψη και την ανάπτυξη του λόγου. Επίσης χρησιμοποιείται για την ακουολογική εξέταση παιδιών και ενηλίκων με ειδικές ανάγκες (π.χ. νοητική υστέρηση), μια και ο χρόνος μέτρησης είναι ελάχιστος (60-90 sec ανά αυτί) και τα αποτελέσματα είναι αντικειμενικά, δηλαδή δεν εξαρτώνται από την συγκέντρωση, την ικανότητα ή την διάθεση του εξεταζόμενου.

Κατά την τυμπανομετρική εξέταση μετριέται η κινητικότητα της τυμπανικής μεμβράνης κατά την διάρκεια μεταβολών πίεσης του αέρα που δημιουργούνται στον έξω ακουστικό πόρο με την εκπομπή ηχητικού σήματος συχνότητας 220 Ηz. Η είσοδος του ήχου στην κοιλότητα του ακουστικού πόρου δημιουργεί πίεση αέρος. Στο φυσιολογικό μοντέλο, όσο αυξάνεται η πίεση στο έξω αυτί τόσο ευρύνεται η κοιλότητα του έξω ακουστικού πόρου με την ευκαμψία της τυμπανικής μεμβράνης, έτσι ώστε η πίεση του αέρα στο έξω και μέσο αυτί να είναι ίση με την ατμοσφαιρική πίεση. Τότε η τυμπανική μεμβράνη έχει την μέγιστη κινητικότητα. Αν η κινητικότητα της τυμπανικής μεμβράνης είναι μικρότερη του φυσιολογικού τότε η πίεση που δημιουργείται στο έξω αυτί με την εκπομπή του ήχου είναι μεγαλύτερη από του μέσου αυτιού. Η τιμή πίεσης στο μέσο αυτί είναι αρνητική και αποτελεί διαγνωστική ένδειξη για την κατάσταση της τυμπανικής μεμβράνης. Οι διάφορες αποκλίσεις στην κινητικότητα της μεμβράνης από το φυσιολογικό μπορούν να ερμηνευτούν διαγνωστικά και αναπαριστούνται με γραφικές παραστάσεις, τα τυμπανογραφήματα (βλ. εικόνες ανωτέρω). Παραδείγματος χάριν, αν υπάρχει δυσλειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας, τότε δημιουργείται αρνητική πίεση στο μέσο αυτί. Αυτό μπορεί να συμβεί διότι δεν γίνεται καλή εξαέρωση στο μέσο αυτί με αποτέλεσμα να απορροφηθεί ο στατικός αέρας που υπάρχει μέσα (καμπύλη τύπου C). Επίσης, το κλείσιμο της ευσταχιανής σάλπιγγας μπορεί να δημιουργήσει υγρό στο μέσο αυτί με αποτέλεσμα την μείωση της κινητικότητας της τυμπανικής μεμβράνης και την δημιουργία αρνητικής πίεσης στο μέσο αυτί (καμπύλη τύπου B).

Γενικώς η τυμπανομετρία:

  • 1) βοηθά στη διάγνωση όταν η ωτοσκόπηση είναι δύσκολη ή αμφίβολη,

  • 2) επιβεβαιώνει την ωτοσκοπική διάγνωση, ιδιαίτερα όταν η τυμπανική μεμβράνη είναι αδιαφανής και

  • 3) επιτρέπει τον ομαδικό ακουολογικό έλεγχο.

Επιπλέον, είναι σημαντική για την εκτίμηση:

  • Της μέσης ωτίτιδας

  • Του χολοστεατώματος

  • Του υγρού της τυμπανικής κοιλότητας

  • Των ουλών ή της πάχυνσης του τυμπανικού υμένα

  • Της καθήλωσης των οσταρίων

  • Της διακοπής της συνέχειας των οσταρίων

  • Της πίεσης του μέσου αυτιού

  • Της λειτουργίας της ευσταχιανής σάλπιγγας

  • Της κινητικότητας της τυμπανικής μεμβράνης

  • Της ύπαρξης ή μη οργανικής βλάβης

Λανθάνων χρόνος ακουστικού αντανακλαστικού (Acoustic Reflex Latency Test "ARLT")

Λανθάνων χρόνος(καθυστέρηση) ακουστικού αντανακλαστικού, είναι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την έναρξη ενός έντονου ακουστικού ερεθίσματος μέχρι την έναρξη της σύσπασης των μυών του μέσου ωτός.

Η μελέτη μπορεί να γίνει με ερέθισμα 10 dB πάνω από τον ουδό του ακουστικού αντανακλαστικού, ομόπλευρα και ετερόπλευρα στις συχνότητες 500, 1000, 2000 και 4000 Hz

Η καθυστέρηση του αντανακλαστικού σε φυσιολογικά άτομα είναι 107 msec, που μπορεί να κυμαίνεται από 40-180 (Bosatra και Russolo, 1976).

150 msec σε 80 dB SL και 40 msec σε 100 dB SL (Metz 1951)

ARL μικρότερο καθώς το επίπεδο του ακουστικού ερεθίσματος αυξάνεται (20- <300 ms) (Bosatra 1984)

Μικρότερος λανθάνων χρόνος στο 95% των φυσιολογικών ορίων: 51 ms (Qiu, Stucker 1997)

Εντός του φυσιολογικού εύρους είναι ο λανθάνων χρόνος σε κοχλιακές βλάβες, αλλά> 200ms σε οπισθοκοχλιακές. Οι οπισθοκοχλιακές βλάβες προκαλούν σημαντική παράταση του λανθάνοντος χρόνου.

Το ARLT φαίνεται να έχει ένα υψηλότερο ποσοστό απόδοσης από τα BERA, ενώ παρέχει συγκρίσιμες πληροφορίες διάγνωσης σε σημαντική εξοικονόμηση χρόνου, κόστους και προσωπικού.